United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τι ημπορώ να σας χρησιμεύσω; ερωτά ο Ιωάννης, με ήθος ανθρώπου κερδήσαντος εκατόν χιλιάδας δραχμών, και διατεθειμένου να προστατεύση κάπως την δημοσιογραφίαν. — Να μου χρησιμεύσετε; σεις εις εμέ; αντερωτά ο εκδότης του σατυρικού φύλλου, μειδιών εν πλήρει και αδιαπτώτω συνειδήσει της ισχύος του. Τίποτε επί του παρόντος.

Εγώ πλέον δεν αντιλέγω τίποτε, ώστε φέρε με όπου θέλεις. Χωρίς άλλο πρέπει να δεχθώ με υπομονήν το γραφτό, το οποίον ως μοίρα θα μου διαγράψης συ, όταν θα με εξελέγχης. Σε ειδοποιώ όμως ότι δεν θα ημπορέσω να σε χρησιμεύσω περισσότερον από ό,τι με επρότεινες. Σωκράτης. Αλλά και τόσον είναι αρκετόν.

Τι θέλεις λοιπόν να προτιμήσω; Να δεχθώ την απόφασίν σας και να σιωπήσω ή κατά μίμησιν του Ιμεραίου ποιητού να γράψω νέον έργον αναιρούν το πρώτον; ή θα μου επιτρέψετε να εφεσιβάλω την απόφασιν; ΠΟΛ. Διατί όχι, αν έχης να φέρης δικαίας παρατηρήσεις; Διότι δεν έχεις να κάμης με αντιδίκους, ως λέγεις, αλλά με φίλους. Εγώ δε είμαι πρόθυμος και ως μάρτυς να σου χρησιμεύσω.

Έτσ' είπε· κ' έτρεξ' κ' έβαλε το δίκουπο ποτήριτο χέρι της αγαπητής μητέρας, και την λέγει· Υπόφερε, μητέρα μου, και βάστα λυπημένη· Μη σε ιδώ, σ' αγαπώ, 'ς τα μάτια μου δαρμένη. Και δεν 'μπορώ, κι' αν λυπηθώ να χρησιμεύσω τότε. Βαρ' είναι τον Ολύμπιον να τον αντιφερθούμεν. Ότι ζητώντας κι' άλλοτε διά να σ' απαντήσω, Μ' έρριξ' απ' το θεϊκόν κατόφλοιον απ' το πόδι.

Πήγαινε ! Αν σκαλώσης πούποτε με Τούρκους, επρόσθεσε μετά φωνής ηπιωτέρας, μήνυσέ με. Ως πρόξενος κάτι δύναμαι, και ίσως σου χρησιμεύσω. Ο Θεός μαζή σου ! Και μου ήνοιξε την θύραν. Ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν του, ήτο δε δύο σχεδόν ωρών η μέχρι του Πύργου μας απόστασις. Έσπευσα το βήμα, διότι ήθελα να φθάσω εκεί πριν νυκτώση.

Εγώ ημπορώ να σας χρησιμεύσω, και διά τούτο ήλθα να σας ιδώ . . . να συννενοηθώμεν, αν θέλετε. — Με μεγάλην μου ευχαρίστησιν, απαντά ο μεσίτης, και ανακόπτει προς στιγμήν το βήμα του. Περί τίνος πρόκειται; — Κύριε Περδίκη, έχετε εχθρούς! . . . — Ναι, βέβαια, βέβαια. — Αλλά του λόγου σας έχετε κακούς εχθρούς. Σας κατατρέχουν πολύ, σας κακολογούν, θέλουν να σας βλάψουν εις την κοινωνίαν.

Δεν γνωρίζω εάν εκοιμώμην ή ήμην έξυπνος, ότε ήκουσα αίφνης την θύραν του αντικρύ μου κοιτωνίσκου ανοιγομένην. Ήγειρα την κεφαλήν. Ο πατήρ της νέας, ανασύρων το όπισθεν της θύρας ερυθρόν παραπέτασμα, πελιδνός, έντρομος, έστρεφε τα βλέμματα προς το δωμάτιον της υπηρεσίας. — Ημπορώ να σας χρησιμεύσω; ηρώτησα. Τι θέλετε; — Τον ιατρόν!... Η κόρη μου... Ανέβην δρομαίος εις το κατάστρωμα.