United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έμαθα, πως οι κύριοι καλόγεροι ιππότες της Μάλτας δεν το παραλείπουν ποτέ, όταν πιάνουνε Τούρκους και Τούρκισσες: είναι νόμος του διεθνούς δικαίου, που δεν παραβαίνεται ποτές. Δε θα σας πω, πόσο είναι σκληρό για μια νέα πριγκιπέσσα να τη φέρνουνε σκλάβα στο Μαρόκο μαζί με τη μητέρα της: καταλαβαίνετε καλά, τι τραβήξαμε μέσα στο μαροκινό καράβι!

Δε θυμούμαι τι τον έκαμε το γέρο να μας ξεμυστηρευτή τη βραδιά εκείνη. Ίσως τον ερέθισε ο Καπλάνης, που όλο τις παλικαριές του μας έβγαζε στη μέση, όλο Τούρκους μας σκότωνε. Γιατί θυμούμαι τον Αγγελάκο που γύρισε κ' είπε της μάννας μου. «Δε μας έμεινε πάλι Τούρκος. Σαν πράσα πάλι μας τους πελέκησε ο ΚαπλάνηςΔεν την ξέχασα, την ιστορία του γέρο Βασίλη, και δεν πρέπει να την αφήσω αγνώριστη.

Μα και να μη χάνουνταν αμέσως, και νάφιναν τους Τούρκους να πάρουν το δρόμο τους, πάλι θάβρισκαν τρόπο οι Δυτικοί να σπείρουν το σπόρο τους σε κάθε κόχη του τόπου, και μήτ' εθνισμός δε θα μας έμνησκε, μήτε γλώσσα εθνική της προκοπής, μήτε ρουθούνι καθάριο ρωμαίικο δε θανάσαινε σήμερα.

Τα ψάρια, που είναι τεσσάρων λογιών χρώματα, είναι τα τέσσαρα γένη που κατοικούσαν εις αυτήν την πολιτείαν και είχαν τέσσαρας θρησκείας διαφορετικάς, ήγουν τα μεν άσπρα φανερώνουν τους Τούρκους, τα κόκκινα τους Πέρσας, που επροσκυνούσαν την φωτιάν, τα γαλάζια τους Χριστιανούς, και τα κίτρινα τους Εβραίους. Οι τέσσαρες λόφοι είναι τα τέσσαρα νησιά που δίδουν την ονομασίαν εις τούτο το βασίλειον.

Επειδή δ' εκτός του μεγάλου πόθου να ίδη την πατρίδα του ελευθέραν, είχε και τον πόθον να ίδη το χωριό του χωρίς Τούρκους, εφαντάζετο ότι έκαστον κτύπημα της δικέλλης του ήτο κτύπημα επί των νώτων των απερχομένων.

Θέλων να ωφεληθή από την περίστασιν ταύτην ο Καραϊσκάκης, διώρισε να υπάγωσι και μερικοί από τους εν Διστόμω προς ενδυνάμωσιν των από Στείρι εξελθόντων. Όλοι ομού λοιπόν διώκοντες τους εχθρούς, έφθασαν έως βολήν τουφεκίου πλησίον του στρατοπέδου αυτών και καταλαβόντες ένα λόφον εκτυπούσαν τους Τούρκους, οι οποίοι δεν ετολμούσαν να εξέλθωσιν από το στρατόπεδόν των.

Αλλ' άμα απεμακρύνθη, τον κατέλαβε τοιαύτη βροχή, ώστε διέτρεξε μέγαν κίνδυνον. Μετά τινας ημέρας επιστρέφων εσταμάτησε πάλιν εις του παπά, προς ον είπε: — Σε βεβαιώ, παπά, ότι ο χοίρος σου έχει περισσότερο νου απ' όλους τους Τούρκους. Εγώ, φεύγοντας από το Κάστρο αφήκα Μπαϊράμι· αλλά στο Ρέθυμνο ευρήκα Ρεμαζάνι κ' εις τα Χανιά σήμερο μόνο εκάμανε Μπαϊράμι!

Κι ό τι κάμανε να της ξαναρριχτούν οι αποτρελλαμένοι οι Παραμυθιώτες, πρόβαλε η βαριόμοιρη η Μιχάλαινα μαυροφόρα πάντα, κατάχλωμη και με τα μάτια κοκκινισμένα από το κλάψε κλάψε, και με φωνή τρεμάμενη τους παρακάλειε, Χριστιανούς και Τούρκους, να την αφήσουνε του Γέροντα και του Επιτρόπου.

Να μη βρη έλεος κανένας; Τόσοι καλοί άνθρωποι, ενάρετοι, ελεήμονες, θρήσκοι, που δεν έβλαψαν τον πλησίον τους, πλάσματα του Θεού κι' αυτά σαν κ' εμάς; Εγώ γύρισα Φραγκιά και Ανατολή, γνώρισα λογής- λογής ανθρώπους, Φράγκους, Λουθηρανούς, Σχισματικούς. Είδα χρυσούς ανθρώπους. Και Τούρκους ακόμα, Τούρκους μάλαμα, αγίους ανθρώπους, καλύτερους από μερικούς δικούς μας. Εκατομμύρια κόσμος.

Ξαφνίστηκε η Ασήμω. Θάρρεψε πως την έννοιωσαν, στοχάστηκε πως κι α δεν την καλοννοιώσανε δε θαργήσουν, πως σήμερ' αύριο κάποια μπορεί να προβάλη και να την καταδώση ή του Δημήτρη ή του Μιχάλη πως αυτή την πρωτόβγαλε τη θανάσιμη την καταλαλιά, αποφασίζει λοιπόν αμέσως, πρι ναπολύση η νεκρώσιμη η ακολουθία, να σύρη κατά το τουρκοχώρι και να σοφιστή τρόπο να τα ψήση μαζί με τους Τούρκους.