Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Δυστυχούσε; τα παρακάλειε και τους πρόσπεφτε ζητώντας βοήθεια. Παρακείθε δεν πήγαινε η ψυχή του. Το φυσικό του, το σκαρί του δεν είτανε, καθώς λένε σήμερα, πουριτανικό· κι απόδειξη, που δεν έπιασε ρίζα μήτε καν των εικονομάχων το μεγάλο το κίνημα.

το σπίτι ωστόσ' ο Αίγισθος την συμφοράν εργάσθη, και τον Ατρείδη φόνευσε κ' εδάμασε τον τόπο, και χρόνια επτά βασίλευσεν εις την χρυσή Μυκήνη. 305 'ς τ' όκτατο του 'λθε το κακό, του 'λθε ο λαμπρός Ορέστης απ' ταις Αθήναις, κ' έκοψε τον δολερό φονέα, Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα. και των Αργείων έκαμε νεκρώσιμο τραπέζι της θεοκατάρατης μητρός και άμα του ανάνδρου Αιγίσθου. 310 την ίδια 'μέρα του 'φθασεν ο μαχητής Μενέλαος, με κτήματ' όσα εσήκοναν εκείνου τα καράβια. φίλε, και συ πολύ μακρυάτα ξένα μη πλανιέσαι από το σπίτι, 'π' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν 315 όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι. εις τον Μενέλαο να πας όμως σε παραγγέλλω, 'που κείνος είναι νηόφερτος από τα ξένα μέρη, όπου, άμ' ευρίσκονταν τινάς, δεν θα 'λπιζε να γύρη, ανεμοζάλη αν έτυχε κει πέρα να τον κλείση 320 εις τέτοιο φρικτό πέλαγο και απέραντον, απ' όπουτον χρόνο ουδέ πετούμενα οπίσω δεν γυρίζουν. αλλ' άμε με το πλοίο σου και με την συντροφιά σου, και αν κάλλιο θέλεις της στερηάς να πάς, λάβε τ' αμάξι, και τους υιούς μου συνοδούς, αυτοί να σ' οδηγήσουν 325την θείαν Λακεδαίμονα, 'ς τ' Ατρείδη το παλάτι• και ατός σου παρακάλειε τον να είπη την αλήθεια• είν' άνδρας συνετώτατος, δεν θέλ' ειπή το ψέμμα».

«Δεν πρέπει να 'σαι εντροπαλός, Τηλέμαχ', εσύ πλέον• γι' αυτό το πέλαγο έσχισες, να μάθης τον πατέρα 15 ποιο χώμα τον εσκέπασε, ποια μοίρα τον ευρήκε. αλλ' ίσιατον ιππόδαμο τον Νέστορα πορεύου• ας μάθουμετα στήθη του ποιαν γνώμη κρύβει εκείνος• ατός σου παρακάλειε τον, όπως μας είπη αλήθεια• είν' άνδρας συνετώτατος• δεν θέλ' ειπή το ψέμμα». 20

Να τη μάγισσα, να τη νεράιδα, την ψέφτρα, να τη σκύλα που μπαίνει. Και πριν ανοίξη το χείλι, την αρπάζω από το χέρι. Εδώ! Αμέσως εδώ! Πέσε χάμου και φίλησε πόδι. Παρακάλειε να μη σε σκοτώσω και φώναξε, φώναξε δυνατά, να σ' ακούσω, πως με γέλασες, πως το σιχαμένο σου το στόμα ψεφτιές ξερνά και μόνο ψεφτιές. Από πού έρχεσαι; Πού κυλιούσουν; Πατσαβούρα!

Κι ό τι κάμανε να της ξαναρριχτούν οι αποτρελλαμένοι οι Παραμυθιώτες, πρόβαλε η βαριόμοιρη η Μιχάλαινα μαυροφόρα πάντα, κατάχλωμη και με τα μάτια κοκκινισμένα από το κλάψε κλάψε, και με φωνή τρεμάμενη τους παρακάλειε, Χριστιανούς και Τούρκους, να την αφήσουνε του Γέροντα και του Επιτρόπου.

Χαριτωμένε μου δάσκαλε, που ν' αγιάσουν τα πεθαμμένα σου, παρακάλειε και για τα μας τις αμαρτωλές, να γλυτώσουμε από το θανατικό. Πιπ. Ίσια με το μπόγι σου λαμπάδα σου τάζω, χαριτωμένε μου άγιε, μια και να περάση αυτή η φουρτούνα. Συνέσ. Τις λαμπάδες, χριστιανή μου, στους αληθινούς τους άγιους, που είνε μεγάλη τους η σπλαχνιά.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν