Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος κρατώντας το κοντάρι εβγήκε και γοργόποδες δυο σκύλοι ακολουθούσαν, 145 και κίνησετην σύνοδο των Αχαιών να φθάση· των δούλων ωστόσ' έλεγεν η θαυμαστή γυναίκα Ευρύκλεια, 'που ήταν γέννημα του Ώπα Πεισηνορίδη· «Κινείσθε· σεις σαρώσετε και ράνετε το δώμα, καιτα καλόφθειαστα θρονιά τους πορφυρούς απλώστε 150 τάπηταις· σεις, ταις τράπεζαις σφογγίσετ' όλαις γύρω, και τους κρατήραις και μαζή τα τεχνικά ποτήρια τα δίκουπα καθάρετε· κ' η άλλαις εις την βρύσι πάτε, να φέρετε νερό, και αυτού να μην αργείτε· ότ' οι μνηστήρες γρήγορατο μέγαρο θα φθάσουν 155 πολύ πρωί· τι σήμερον εορτάζει ο κόσμος όλος».

Ωστόσ' ο Στρατής δεν ήτανε και τόσο μονάχος, στη μοναξιά του. Είχε τους συντρόφους του. Κι' αν δεν τους έβλεπε ο κόσμος, τι τάχα; Ο Στρατής γελούσε από μέσα του. «Τα μάτια του κόσμου, σα δεν είνε στραβά, αλλοιθωρίζουν, έλεγε κάποτε με τον εαυτό του. Λίγα πράμματα βλέπομε με τα μάτια μας.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Κάθισε ωστόσ' ολίγο και νέαν έφοδον ας δώσωμε 'ς τ' αυτιά σου, 'πού αρματωμένα διώχνουν την διήγησίν μας, αυτό 'πού δυο νυκτιαίς είδαμ' εμείς. ΟΡΑΤΙΟΣ Ας ήναι· ας καθίσωμ' εδώ· Βερνάρδε, ιστόρησέ τα.

Αυτά 'πε, κ' εξαπλώθηκε• τ' ανάσκελα πεσμένος τον παχύν σβέρκον έγυρετο πλάγι• ωστόσ' ο ύπνος τον έπιανε ο πανδαμαστής• και απ' το λαρύγγι εβγαίναν κρασί και ανθρώπιναις χαψιαίς, 'ς την μέθη του ως εξέρνα• και τον λοστό τότ' έχωσατην αναμμένη στάκτη 375 να πυρωθή, κ' εμψύχονα με λόγους τους συντρόφους όλους, μη κάποιος απ' αυτούς δειλιάση και μου φύγη• αλλ' ότ' ο ελάινος λοστός αστράφτοντας εφάνη ότι θ' ανάψη, αν και χλωρός, απ' την φωτιά τον πήρα εγώ σιμά, κ' εστέκονταν τριγύρω οι σύντροφοί μου• 380 αλλά την τόλμην έπνευσεεμάς δύναμις θεία. κ' εκείνοι ως πήραν τον λοστό τον σουβλερό, 'ς το μάτι τον έμπηξαν, και πάλι εγώ τον άμπωθ' απ' επάνω, τον έστρεφα ως ο ξυλουργός τρυπά δοκάρι πλοίου με τρύπαν', οπού με λουρί δεμένο από δυο μέρη 385 άλλοι αποκάτω το κινούν, κ' εκείν' όλο γυρίζει•το μάτι εκείνου όμοια κ' εμείς το πυρωμένο ξύλο γυρίζαμε και τον δαυλόν περίβρεχε το αίμα. και όπως η κόρη εκαίονταν ο αχνός καψάλισ' όλα, βλέφαρα, φρύδια, καιτα πυρ κροτούσαν μέσα η ρίζαις. 390 και ως ότε σκέπαρν' ο χαλκηάς ή και τρανήν αξίνα βυθίζεις το ψυχρό νερό, κ' εκείνη αχολογάει, και βάφεται, 'που η δύναμις αύτ' είναι του σιδήρου• όμοια τριγύρω εις τον δαυλόν έσιζε αυτού το μάτι. κ' έβγαλε μούγκρισμα φρικτό, που εβρόντα γύρ' ο βράχος, 395 κ' εμείς φύγαμε τρέμοντας, και από το μάτι εκείνος έσυρεν έξω το δαυλίαίμα πολύ βαμμένο. από σιμά του το 'ριξε μακράν, χερομανώντας, και μεγαλόφων' έκραξε τους Κύκλωπαις, οπού 'χαν κατοικιά μέσαταις σπηλιαίς, ς' τ'ανεμισμένα όρη. 400 άκουσαν κείνοι την βοή, κ' εδώθ' εκείθ' ερχόνταν, και γύρω εις τ' άντρο εστέκονταν, και τι τον θλίβει ερώταν• «τι σε λυπεί, Πολύφημε, και τόσην βοή σέρνεις, 'ς την νύκτα την αθάνατη και κόβεις μας τον ύπνο; μη τάχα κάποιος των θνητών τα πρόβατα σου αρπάζει; 405 ή μη φονεύει κάποιος σέ με δόλον ή με βία

Και μοναχά τούτα; Ένα δέντρο, ένας βράχος, ένα κούτσουρο ακόμα. Τους μιλάς και σου μιλούνε. Ταγαπάς και σ' αγαπούνε. Τύφλα νάχουνε οι ανθρώποι και τα καλά τους. Ωστόσ' ο Στρατής το Στοιχειό μήτε τέτοιο σύντροφο δεν είχε κανένα, Ούτε σκυλί, ούτε γατί, ούτε ζωντανό, ούτ' ένα κούτσουρο ακόμα.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν