Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Όπως η Ανατολή αντανακλά κατά την δύσιν του ηλίου τα χρώματα της Δύσεως, ούτω και η Βηθλεέμ είνε το προοίμιον του Γολγοθά, και του θείου Βρέφους μάλιστα το λίκνον βάφεται με μίαν ερυθράν ανταύγειαν από τον Σταυρόν του Σωτήρος. Κατά την ημέραν εκείνην ωσαύτως, — την ημέραν της Περιτομής, — ο Χριστός έλαβε δημοσία το όνομα Ιησούς, όπερ είχε προαναγγείλει ήδη ο αρχάγγελλος Γαβριήλ.

Αυτά 'πε, κ' εξαπλώθηκε• τ' ανάσκελα πεσμένος τον παχύν σβέρκον έγυρετο πλάγι• ωστόσ' ο ύπνος τον έπιανε ο πανδαμαστής• και απ' το λαρύγγι εβγαίναν κρασί και ανθρώπιναις χαψιαίς, 'ς την μέθη του ως εξέρνα• και τον λοστό τότ' έχωσατην αναμμένη στάκτη 375 να πυρωθή, κ' εμψύχονα με λόγους τους συντρόφους όλους, μη κάποιος απ' αυτούς δειλιάση και μου φύγη• αλλ' ότ' ο ελάινος λοστός αστράφτοντας εφάνη ότι θ' ανάψη, αν και χλωρός, απ' την φωτιά τον πήρα εγώ σιμά, κ' εστέκονταν τριγύρω οι σύντροφοί μου• 380 αλλά την τόλμην έπνευσεεμάς δύναμις θεία. κ' εκείνοι ως πήραν τον λοστό τον σουβλερό, 'ς το μάτι τον έμπηξαν, και πάλι εγώ τον άμπωθ' απ' επάνω, τον έστρεφα ως ο ξυλουργός τρυπά δοκάρι πλοίου με τρύπαν', οπού με λουρί δεμένο από δυο μέρη 385 άλλοι αποκάτω το κινούν, κ' εκείν' όλο γυρίζει•το μάτι εκείνου όμοια κ' εμείς το πυρωμένο ξύλο γυρίζαμε και τον δαυλόν περίβρεχε το αίμα. και όπως η κόρη εκαίονταν ο αχνός καψάλισ' όλα, βλέφαρα, φρύδια, καιτα πυρ κροτούσαν μέσα η ρίζαις. 390 και ως ότε σκέπαρν' ο χαλκηάς ή και τρανήν αξίνα βυθίζεις το ψυχρό νερό, κ' εκείνη αχολογάει, και βάφεται, 'που η δύναμις αύτ' είναι του σιδήρου• όμοια τριγύρω εις τον δαυλόν έσιζε αυτού το μάτι. κ' έβγαλε μούγκρισμα φρικτό, που εβρόντα γύρ' ο βράχος, 395 κ' εμείς φύγαμε τρέμοντας, και από το μάτι εκείνος έσυρεν έξω το δαυλίαίμα πολύ βαμμένο. από σιμά του το 'ριξε μακράν, χερομανώντας, και μεγαλόφων' έκραξε τους Κύκλωπαις, οπού 'χαν κατοικιά μέσαταις σπηλιαίς, ς' τ'ανεμισμένα όρη. 400 άκουσαν κείνοι την βοή, κ' εδώθ' εκείθ' ερχόνταν, και γύρω εις τ' άντρο εστέκονταν, και τι τον θλίβει ερώταν• «τι σε λυπεί, Πολύφημε, και τόσην βοή σέρνεις, 'ς την νύκτα την αθάνατη και κόβεις μας τον ύπνο; μη τάχα κάποιος των θνητών τα πρόβατα σου αρπάζει; 405 ή μη φονεύει κάποιος σέ με δόλον ή με βία

Πού είναι τώρα τα νοστιμόλογά σου; τα πηδήματά σου; τα τραγούδια σου που η αστραψιαίς της ιλαρότητός σου, οπού κάθε φορά εις το τραπέζι ετρικύμιζαν όλην την συντροφιά των καλεσμέ- νων; Απ' όλα εκείνα δεν σου μένει ουδέ ένα διά να ανα- παίξης τώρα αυτό σου το πικρόγελο; ξεμαγούλωτος τε- λείως; — Πηγαίνετε τώρα εις την κάμαραν της σεβαστής μου κυράς και ειπέτε της να βάφεται με ένα δάκτυλο φτεια- σίδι, και πάλιν τέτοια θα καταντήση η θωριά της· κάμε την να γελάση με τούτο. — Οράτιε, παρακαλώ σε, ειπέ μου ένα πράγμα.

Κεντάει του ουρανό με τα λαμπρά του αστέρια, Την γη με τα πολλά και με τα ωραία λουλούδια, Κεντάει κ' ένα βουνό ψηλό ψηλό και μέγα· Το χάραμμα γλυκά προβάλλειτην κορφή του, Και βάφεται η κορφή και τουρανού η λουρίδα Ροδόλευκη. Νερά καθάρια κι' ασημένια Τα διάπλατα πλευρά ξετρέχουν κι' αυλακώνουν Χιλιόχρονα, παλιά, βαθιά, ισκιωμένα ορμάνια Κεντάειτες λαγκαδιές με πράσινο μετάξι.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν