United States or Timor-Leste ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μαντεία. Ήρκει να παρατηρήση αυτήν πόρρωθεν, και κύπτουσα προς την γην, εξ ης η ρις της δεν απείχε πολύ, ελάμβανε λίθον και εξεσφενδόνιζεν αυτόν κατά της νέας κόρης, κράζουσα·Εδώ είσαι, άπιστη; Εδώ είσαι, άθεη; Πάντα εσένα θα βλέπω; Πάντα εμπροστά 'στά μάτια μου 'βρίσκεσαι; Δεν πάγεις εις καμμίαν τρύπαν να χωθής, να μη σε βλέπω! Η Αϊμά δεν ησθάνθη ποτέ πικρίαν εξ ουδενός πράγματος.

«Αν ήμην εγώ, σκέπτεσαι, μέσα εις το αποτρόπαιον εκείνο φέρετρον, θα μετέβαινα ως ούτος εν μέσω του αδιαφορούντος τούτου πλήθους εις την μαύρην τρύπαν, από την οποίαν δεν εξέρχεταί τις πλέον. Οι διαβάται θ' αφήρουν αναλγήτως τον πίλον των και θα εξηκολούθουν τον δρόμον των ως πράττουσι τώρα. Ή εγώ ή άλλος δεν θα τους έμελε τους αχρείους εγωιστάς.

Και αν τίποτε δεν τους ήθελε φοβίση, ας περιπατήσουν προς τα δυτικά μέρη, και θέλουν φθάσει εις την ρίζαν ενός βουνού, εις την οποίαν θέλουν εύρει μίαν μεγάλην τρύπαν, εις την οποίαν ανδρείως ας έμβουν εις αυτήν, και ας περιπατήσουν χωρίς να σταθούν έως που να φθάσουν εις ένα μέγα λιβάδι, του οποίου η ωραιότης θέλει τους θαυμάσει· με τούτο το μοναχόν μέσον ημπορούν να ελευθερωθούν από τούτους τους τόπους».

Τότε εστοχάσθην ότι το ζώον που εσύριζε θέλει ήτον κανένα θαλάσσιον ερπετόν, που έμπαινεν από εκείνην την υπόγειον τρύπαν, και ετρέφετο από τα νεκρά σώματα εκεί μέσα· έπειτα εστοχάσθηκα τους βράχους εκείνους και ήτον ένα βουνόν δύσβατον, και εξαπλώνετο από το περιγιάλι έως εις την πολιτείαν.

Επί τέλους εκρέμασα εις τον θόλον του τάφου μου μίαν μεγάλην καμπάνα, της οποίας η αλυσίδα, όπως μου υπεσχέθησαν, θα επερνούσε από μίαν τρύπαν του φερέτρου και θα ευρίσκετο μέσα εις τα χέρια μου.

Τότε χωρίς να χάσω καιρόν, επεριπάτησα προς την δύσιν, και εις ολίγον διάστημα έφθασα εις την ρίζαν του βουνού, εκεί που κατά αλήθειαν εθεώρησα μίαν μεγαλωτάτην τρύπαν της οποίας το φοβερώτατον σκότος που εφαίνοντον με εμπόδιζεν από το να έμβω εις αυτήν· Μα εγώ πολλά βέβαιος εις τες ερμηνείες του Ασή δεν εφοβήθηκα τίποτε· εμβήκα χωρίς αντίρρησιν, και επεριπατούσα εις τα τυφλά, με το να ήμουν περικυκλωμένος από ένα βαθύτατον σκότος· αγροικούσα όμως ότι θα επήγαινα όλο εις τον κατήφορον, και περιπατώντας πάντοτε χωρίς να αναπαυθώ έλαβα αιτίαν να στοχασθώ, ύστερον από δεκαπέντε, ή είκοσι ώρες περιπάτημα ότι έκανε χρεία πως εγώ θα εκατέβαινα εις τα καταχθόνια να εύρω τα τελώνια της γης.

Βρε, σκοτίζει βλέπω· είπε με απορίαν· μα την αλήθεια! επρόσθεσε μειδιών, δεν 'πήγε χαμένος ο κόπος μου· τώδωσα και κατάλαβε. Κ' έφερε πάλιν μετά βίας τα χείλη εις την τρύπαν μετά πάθους. Η ησυχία αποκατέστη πάλιν.

Τότε έτρεξα προς εκείνο το μέρος που ήκουον το σύρισμα, και καθώς εγώ επλησίαζα έτσι εκείνη η φωνή εμάκραινε· και ακολουθώντας εις τούτον τον τόπον το σύρισμα, είδα ολίγον τι φως ωσάν ένα άστρον· ως τόσον το ζώον που εσύριζεν επήγαινεν εμπρός και εγώ ακολουθούσα εις το σκότος, αλλά βλέποντας πάντοτε το ολίγον εκείνο φως, έως που τέλος πάντων είδα μίαν τρύπαν αρκετήν του σπηλαίου, και εβγαίνοντας έξω ευρέθην εις το παραθαλάσσιον ανάμεσα σε κάποιους βράχους.

Εστάθηκα διά να ακούσω το τι ήτον, και ύστερον από πολύ εκατάλαβα πως ήτον ένας καταρράκτης από πολλά νερά, τα οποία συμμαζωνόμενα από διάφορα μέρη έπεφταν εις μίαν τρύπαν μεγάλην και στοχαζόμενος ότι αυτά έβγαιναν και εχάνονταν εις την θάλασσαν, ερρίχθηκα εις εκείνην την τρύπαν ή να έβγω εις το φως, ή εκεί να χαθώ και να τελειώσω από τα βάσανά μου.

Τούτο ήτο τόσον ασύνηθες, ώστε την έκαμε να υποπτεύση ότι κάτι έκτακτον είχε συμβή. Εσταμάτησε, αφήκε το κάρον να προχωρήση έν ή δύο βήματα και είδε την άφρακτον τρύπαν, εκ της οποίας απέσταζαν αι τελευταίαι ρανίδες του τόσον επιπόνως μετακομισθέντος υγρού. Τότε μόνον έστρεψε την κεφαλήν και μας είδε και είδομεν και ημείς το πρόσωπον της.