United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την στιγμήν εκείνην εξήλθον εκ της καλύβης εξωσθέντες παρά του πατρός των, ο Μάχτος και κατόπιν ο Βούγκος. Ο Μάχτος εσύριζε το σύνηθες αυτώ σφύριγμα. Ο ξένος ηναγκάσθη να παύση την συνδιάλεξιν. Αι συμφωνίαι. Πολλήν δραστηριότητα παρήγαγεν εν τω χαλκείω η απροσδόκητος και κολοσσαία εκείνη παραγγελία του παραδόξου πελάτου. Ο Πρωτόγυφτος ησθάνθη το αίμα του σφύζον και τας δυνάμεις του νεαζούσας.

Οι υετοί ήρχισαν να παρασύρουν έν προς έν του αρχοντικού οίκου τα στολίσματα, τα οποία δεν αντικαθίσταντο καθώς τα φεύγοντα του ανθρώπου έτη, το κάλλος και η υγεία. Το μέγαρον εγήρασεν. Ένας σωρός και αυτό λίθων και πλίνθων και ξύλων. Ο βορράς εσύριζε τον χειμώνα, εισορμών βιαίως διά των θραυσθέντων παραθυροφύλλων.

Εκτύπα τον εχθρόν κ' εξεστόμιζε πότε φοβεράς βλασφημίας και χονδράς ύβρεις, χειροτέρας από της γιαταγανιές του, πότε εσύριζε διατόρως ως δήθεν εις κοπάδι δειλών προβάτων και πότε ετραγωδούσε ερωτικά δίστιχα: Τ' έχουνε τα ματάκια σου π' όταν με βλέπουν κλαίνε Κι' αν έχουνε παράπονο γιατί δε μου το λένε. . . Αίφνης εστάθη ακροώμενος.

Φρικίασις διέδραμε τα μέλη τους, τους εφάνη, από του ανέμου εκείνου την ριπήν, όστις σαν ζωντανός έξω εσύριζε σύριγμα παρατεταμένον, ως συρίζουν εις τα βουνά οι βοσκοί· ότε ο μπάρμπα-Γιωργός συμμαζεύεται όλος κατακίτρινος κοντά στο στασιδάκι οπού ευρίσκετο όρθιος ο ιερεύς, βαστάζων αυτόν από μίαν πτυχήν του ράσσου του, — Παπά-Κονόμε! Παπά-Κονόμε! Υποτραυλίζει ο βοσκός. Νά! Νά! κύτταξε! Νάτηνε!

Παράδοξον εφάνη και εις εμέ, αλλ' ήλθε. — Μόνη; Ο Θεόδωρος δεν απήντησεν ευκρινώς εις την τελευταίαν ερώτησιν. Ο Πλήθων τω είπε λέξεις τινάς και τον απέπεμψε. Το προσωπείον της νυκτός. Ότε ο Σκούντας και η Αϊμά εξήλθον εκ του μοναστηρίου, σκότος βαθύ επεκράτει υπό τον ουρανόν. Ο αιθήρ εκαλύπτετο υπό μαύρων νεφών, και σφοδρός άνεμος εσύριζε διά μέσου των δένδρων.

Τότε εστοχάσθην ότι το ζώον που εσύριζε θέλει ήτον κανένα θαλάσσιον ερπετόν, που έμπαινεν από εκείνην την υπόγειον τρύπαν, και ετρέφετο από τα νεκρά σώματα εκεί μέσα· έπειτα εστοχάσθηκα τους βράχους εκείνους και ήτον ένα βουνόν δύσβατον, και εξαπλώνετο από το περιγιάλι έως εις την πολιτείαν.

Δεν ήρχετο δε διότι, κατά κακήν τύχην και ωσάν να μη ήρκουν τα άλλα, ηγέρθη αίφνης σφοδρότατος άνεμος και εβόυζε μαινόμενος περί τους τοίχους της οικίας, και εσύριζε σείων τα κλειστά παραθυρόφυλλα. Ενίοτε μου εφαίνετο ότι κλονείται η οικία ολόκληρος και η κλίνη μου συγχρόνως. Ελυπούμην τον δυστυχή Νίκον αναλογιζόμενος οποίαν εντύπωσιν θα προξενή εις αυτόν η βοή της τρικυμίας.