United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού ανεπαύθη ολίγον, ηγέρθη και βεβαιωθείς ότι δεν έχασε το μαρσίπιον, το οποίον είχε λάβει από τον Βινίκιον, διηυθύνθη με βήμα βραδύτερον προς τον ποταμόν. Εσκέπτετο τι απέγεινεν ο Βινίκιος. Είχεν ιδεί τον Λιγειέα να φέρη προς τον ποταμόν το σώμα του Κρότωνος· αλλά τίποτε περισσότερον.

Τι να πω κ' εγώ, παπά-Κονόμε. Εγώ την είδα τρεις φοραίς την Κουκκίτσα. Άλλο τίποτε δεν ξέρω... Είπεν ο βοσκός σαν με εντροπήν, Ο παπά-Κονόμος ετοιμάζετο ήδη να απέλθη και ηγέρθη να προσκυνήση. Αλλ' αίφνης ριπαί ανέμου ηκούσθησαν από τον πευκώνα έξω, όστις εσείσθη ακαριαίως όλος.

Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ηγέρθη, έλαβε την ράβδον του, τον τορβάν και το κιλίμι και μετέβη εις το κελλίον του πατρός Αζαρία.

Και δε θα μου ξανακάμης πεισματικά, ναι; — Ναι, απήντησεν ο Μανώλης και η λέξις εξήλθεν από το στήθος του ως εκπνοή κοχλάζοντος λέβητος. Κάτι δε τωόντι έβραζε και εκόχλαζεν εντός του και τον ετίναξεν από την καθέκλαν. Ηγέρθη και πλησιάσας εστήριξε τον βραχίονά του εις την κορωνίδα του αργαλειού.

Ο Μανώλης ηγέρθη και αυτός, επλησίασεν εις το παράθυρον, εστήριξε τα νώτα επί του τοίχου, κ' εστάθη αναποφάσιστος. Ουδείς των δύο απεφάσιζε να δώση πρώτος το παράδειγμα της αποχωρήσεως.

Ο δαιμονισμένος έπεσεν εν φοβερώ παροξυσμώ εις το έδαφος, κραυγάζων και ασπαίρων. Αλλά τάχιστα παρήλθε τούτο. Ηγέρθη υγιής. Το βλέμμα του και η στάσις του έδειξαν ότι απηλλάγη της κακής επηρείας, και ήτο τώρα εις τα λογικά του. Θαύμα τόσον φιλάνθρωπον και τόσον επιβάλλον δεν είχεν ακουσθή ποτε πρότερον, και οι παρεστώτες απήλθον εν θαυμασμώ και κατανύξει μεγάλη.

Κατεφίλει κ' έθλιβε το χώμα του τάφου, το έβρεχε με τα δάκρυά του κ' ψιθύριζε κάτι ωσεί το παρεκάλει να δώση και εις αυτόν την ανάπαυσιν την οποίαν έδιδεν εις τον νεκρόν. Μετ' ολίγον τον κατεκυρίευσεν η δίψα και ηγέρθη διά να ζητήση νερό. Ήτο τόσον εξησθενημένος ώστε δεν ηδύνατο να σταθή εις τους πόδας του.

Ηθέλησε ν' ανάψη φως, αλλά τον εμπόδισα και εξηκολουθήσαμεν εις το σκότος την συνομιλίαν. Ρίγος χαράς τον κατέλαβεν ότε είπα ότι η κόρη του ζη, ότι την είδα εις Τήνον και ότι θα επιστρέψωμεν εκεί ομού. Είπα διά τι ήλθα εις τον Πύργον και εζήτησα την συνδρομήν του. Ηγέρθη αμέσως, ητοιμάσθη εν βία και ήνοιξε την θύραν της καλύβης. Πριν εξέλθωμεν τον εκράτησα της χειρός.

Η όλη παρουσία της εμαρτύρει πάλην φοβεράν, και τρόμον και αισχύνην. Η μήτηρ μου ηγέρθη αμέσως, εκάλυψε με τας χείρας τους οφθαλμούς και ανέκραξε μετά φρίκης : Α ! οι Τούρκοι, οι Τούρκοι ! Και αρπάσασα τας θυγατέρας της έσυρεν αυτάς εις την αγκάλην της.

Η δε Ιωάννα, ζαλισθείσα υπό του οίνου και των κραυγών των περί αυτήν καλογήρων, οίτινες εδίδασκον ήδη τα πινάκια να χορεύωσι και τα ποτήρια να πετώσιν, ηγέρθη ησύχως και εξήλθε της Επισκοπής, ακολουθούμενη υπό του πιστού Φρουμεντίου.