United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ούτω λέγοντας αυτός τους έβγαλεν από τον πύργον, διά να τους φέρη εις ναόν· οι οποίοι πολλά ξώκαρδα επήγαιναν, επειδή και καμμίαν ευχαρίστησιν δεν τους έδιναν αυτές αι τιμές.

Επειδή και την ίδιαν νύκτα που έφθασα εκεί, έκαμε και με έκλεισεν εις έναν πύργον, εις τον οποίον έστειλε την άλλην βραδειάν έναν οφφικιάλον με διαταγήν διά να μου πάρη το κεφάλι.

Εις ετούτα τα λόγια αυτός με εσήκωσεν εις τον αέρα, και με έφερε μαζή του εις εκείνο το νησί. Επλησιάσαμεν εις την πόρταν του πύργου, που ήτον σιδερένια, η οποία διά προσταγής του ευθύς άνοιξε. Και εμβαίνοντας εις τον πύργον είδα τελώνια εις πλήθος πολύ φορτωμένα αλύσους, και ανάμεσα εις αυτά εγνώρισα διάφορα από εκείνα, που τους ήμουν σκλάβος.

Πάει το καλοκαίρι, παιδί μου, κ' έρχεται ο χειμώνας, εστέναζεν η γρηά-Κυρατσού, με τα γράμματά της. Μου γράφεις ότι περιμένεις να μάθης ακόμη, από την Πάτρα, από τον Πύργον και δεν ξέρω από πού αλλού. Του κάκου περιμένεις. Σε γελάνε όλοι, αφού ο άνδρας σου σ' εγέλασε. Κάμε να έλθης γιατί ρημάξανε τα πράμματά μας. Οι νοικοκυραίοι παραξένεψαν; οι αργάταις γροσσούζεψαν; Δεν γνωρίζω.

Τω όντι η Μάρω εκ της βίας είχε λησμονήσει εις τον πύργον το κεντητόν σεγούνι της και ήτο μόνον με την μακράν υποκαμίσαν της, μεταξωτήν και χρυσοκέντητον εις τα άκρα και περί τον τράχηλον, οπόθεν προέκυπτεν ως αφρός γάλακτος από καρδάρας, ο χαριτωμένος κόλπος της. — Μα συ, πώς κάνεις εσύ; είπεν ο Γιάννος εν απορία. — Εγώ; δεν κρυόνω· δεν βλέπεις; φωτιές πετάνε τα χέρια μου.

Παρετήρει τον πατρικόν πύργον, τας μεγάλας κλίμακας, αι οποίαι προσετρίβησαν υπό τους πόδας των γονέων του, τα δωμάτια τα οποία άλλοτε κατείχεν η μήτηρ του, η καλή εκείνη και αγία γυνή, κατεχόμενα ήδη υπό της Κυρά Ρήνης, την κακίαν διαδεχθείσαν την αρετήν εκεί.

Ήτο προ ολίγων μηνών χηρευμένος ο Καλάνης, η δε ζωή του συνεκεντρούτο εις του ορφανού του τέκνου την αγάπην. Ποτέ δεν το απεχωρίζετο• η δε χαρίεσσα μορφή του ενδεκαετούς εκείνου κορασίου, και η τεθλιμμένη του τρυφερού προσώπου του έκφρασις, είχον, από των πρώτων ημερών της εις τον Πύργον αφίξεώς μας, ελκύσει πάσαν της ψυχής μου την συμπάθειαν.

Εκάθησα υπό τα δένδρα με την κεφαλήν εντός των χειρών, προσπαθών να συλλέξω τας ιδέας μου. Η Δέσποινα εις χείρας Τούρκων, Τούρκων κατοικούντων τον Πύργον μας! Πώς με ανεγνώρισεν αμέσως, ως να μ' επερίμενε ! Η επίκλησίς της αντήχει εις τα ώτα μου•― «Γλύτωσέ με, ΛουκήΙδού ο μυστηριώδης μαγνήτης όστις με είλκυεν εις Χίον, ιδού προς τι με ωδήγησεν η Θεία Πρόνοια ! θα την σώσω!

Το πλείστον αυτής διήλθα εις τον κήπον του Ζενάκη, όπισθεν της οικίας του, περιφερόμενος άνω και κάτω και προσπαθών ν' αναπλάσω διά της φαντασίας τα εις τον Πύργον μας κατά την ώραν εκείνην λεγόμενα και τας περί εξαγοράς της Δεσποίνης διαπραγματεύσεις.

Ο κωφός ανύψονεν αρνητικώς την κεφαλήν.― Ολίγη ζωή μας μένει, έλεγεν ο άλλος• διατί να κοπιάσωμεν προς προφύλαξίν της; Σεις έχετε καθήκοντα προς τα τέκνα σας, πηγαίνετε! Και έμειναν οι δύο γέροντες εις τον Πύργον των. Τι απέγειναν; Ούτε αυτοί, ούτε ο κηπουρός των ή τα τέκνα του, ούτε η γραία υπηρέτριά των εφάνησαν ή ηκούσθησαν έκτοτε.