United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έφθασε και εκείνη η νύκτα, κατά την συνήθειαν εφέρθηκα εις την βασιλοπούλαν. Ωραία Σχυρίνα, της είπα εμβαίνοντας εις τον χοντζερέ της, εσύ δεν ηξεύρεις, εκείνο που εσυνέβη σήμερον εις τον κάμπον· ένας τζοχαντάρης ο οποίος εδίσταζεν ότι εσύ είσαι γυναίκα του Μωάμεθ, έλαβε την παίδευσιν της απιστίας του.

Λαμβάνοντας το λοιπόν τα φλωριά και την ελευθερίαν μου, εβγήκα από την Γολκόνδα, και ερχόμενος εις το παραθαλάσσιον ηύρα ένα καράβι, εις το οποίον εμβαίνοντάς με ευτυχισμένον καιρόν εφθάσαμεν εις το Σουράτ. Εκεί αποφάσισα διά να σταθώ έως που να εύρω κανένα άλλο καράβι, με το οποίον να επιστρέψω εις την Μπάσραν. &Συμβεβηκός Δ'. του Αμπουλβάρη.&

Εγώ οπόταν ήμουν δέκα έξ χρόνων ηύρα κατά τύχην μίαν ημέραν τον θησαυρό του πατρός μου ανοικτόν και εμβαίνοντας μέσα άρχισα να στοχάζωμαι με επιμέλειαν τα όσα πολύτιμα και εξαίρετα πράγματα εκεί ευρίσκοντο. Και ανάμεσα εις τα άλλα βλέπω μίαν κασσελοπούλαν εγκοσμημένην με διάφορα πετράδια απ' έξω, και είχε ένα κλειδί χρυσό.

Εγώ ευθύς τον ακολούθησα, και αφού απεράσαμεν διάφορα σοκάκια, με έφερεν εις ένα μεγάλο σπήτι, του οποίου αυτός είχε τα κλειδιά· εμβαίνοντας εις αυτό το είδα πλουσιοπαρόχως στολισμένον, και εις την μέσην του οποίου ήτον ένα πολλά ωραίον περιβόλι με διάφορες βρύσες.

Την αυγήν καθώς εξύπνησεν ενωρίς έτρεξεν εις το παλάτι των δακρύων, και εμβαίνοντας μέσα το εύρεν όλον φωτισμένον από μίαν ωραιοτάτην φωτοχυσίαν, και ευωδίαζεν από κάθε μέρος από αρωματική, που είχεν εκείνη η μάγισσα διά παρηγορίαν του δυστυχούς αγαπητικού της, τον οποίον ευρίσκοντας ο βασιλεύς νεκρόν και ακίνητον, κατάκοιτον εις το κρεββάτι μέσα εις ένα είδος τάφου κατασκευασμένον ωσάν μία κάμαρα, και σύρνοντας τον έξω από το κρεββάτι του τον εθανάτωσε με το σπαθί του και τον έρριξεν εις ένα πηγάδι, εις την αυλήν του παλατίου· έπειτα επλάγιασεν αυτός ο ίδιος εις το κρεββάτι του αγαπητικού της μάγισσας, και εσκεπάσθη ως εύρε τον αράπην παρομοίως, έχων αποκάτω εις τα παπλώματα ομού και το σπαθί του, και επρόσμενεν εκεί διά να τελειώση τον σκοπόν του.

Εμβαίνοντας λοιπόν εις το σπήλαιον επλησιάσαμεν εις την μάγισσαν, και την εχαιρετήσαμεν με μεγάλην ευλάβειαν και της επροσφέραμεν τα δώρα, που είχαμεν πάρει· και έπειτα η Δειλνοβάτζη της είπε· δυνατωτάτη Βέδρα, ήλθαμεν να σου ζητήσωμεν την βοήθειάν σου· δεν κάνει χρείαν εγώ να σου παραστήσω την χρείαν μας, διά την οποίαν εδώ ήλθομεν, επειδή και την ηξεύρεις με την τέχνην σου καλώτατα.

Η μάγισσα, αφού ενήργησε ταύτην την τερατώδη μεταμόρφωσιν, εγύρισε τρέχουσα εις το παλάτι των δακρύων, διά να απολαύση τον καρπόν και μισθόν των κόπων της, και εμβαίνοντας μέσα λέγει ωσάν να ωμιλούσε με τον αγαπητικόν της· ιδού ετελείωσα όλα όσα με επρόσταξες· σήκω τώρα, διά να σε ιδώ υγιή και να εκπληρώσης την επιθυμίαν μου, που είμαι τόσον καιρόν στερημένη.

Ο φρόνιμος Τοχρούλμπεης εθλίβη πολλά διά την αναχώρησιν των πρέσβεων χωρίς να ημπορέση να τους ευχαριστήση εις το ζήτημά τους, διά τον όρκον που είχε κάμει εμβαίνοντας εις φόβον να μην του ήθελαν σηκώσει πόλεμον οι αυθεντάδες τους που δεν τους υπήκουσε, εστοχάσθη να διορθώση το πράγμα με τον ακόλουθον τρόπον.

Τότε εγώ του είπα να με ακολουθήση, και τον έφερα εδώ εις το παλάτι, και ευρίσκεται εδώ απέξω, και, αν ορίζης, θέλω τον κάμει να έλθη έμπροσθέν σου. Κάμε να έμβη, λέγει ο βασιλεύς, κάνει χρεία διά να του εξετάξω την ζωήν. Ο Σεήφ Μολτούχ ευθύς εβγήκε και έκραζε τον νέον· ο οποίος εμβαίνοντας εις τον βασιλέα, έπεσε με το πρόσωπον κατά γης και τον επροσκύνησεν.

Αφού διέταξε τας υποθέσεις της βασιλείας του, κατασταίνοντας ένα από τους μεγιστάνας της Συγκλήτου τον πλέον φρόνιμον και πιστόν ηγεμόνα, διά να κυβερνήση το βασίλειον έως ότου γυρίση αυτός, και αποχαιρετώντας την βασίλισσαν γυναίκα του εβγήκε προς το βράδυ από την πολιτείαν με όλην την βασιλικήν παράταξιν του παλατίου, που έμελλε να τον συνοδεύση εις το ταξείδιόν του, και έμεινεν εις την βασιλικήν σκηνήν που είχεν αφήσει τον βεζύρην, και εστάθη εις συναναστροφήν έως εις το μεσονύκτιον με τον βεζύρην και άλλους συγκλητικούς· τότε ηθέλησε να γυρίση να ξαναχαιρετήση την βασίλισσαν έξαφνα, διότι πολύ την αγαπούσεν· αλλ' αυτή στοχαζομένη, ότι ο βασιλεύς έμελλε να μείνη έξω εις τας σκηνάς εκείνην την νύκτα και ούτε ήλπιζε να γυρίση, έλαβεν εις το κρεββάτι της ένα από τους δούλους της τον πλέον εύμορφον νέον και εμβαίνοντας έξαφνα ο βασιλεύς εις τον θάλαμόν της τους ηύρε και τους δύο να κοιμούνται εις το κρεββάτι μαζί, και θυμωθείς ο βασιλεύς διά τέτοιαν ασελγή παρανομίαν εφόνευσεν ιδιοχείρως του και τους δύο μοιχούς και τους έρριψεν έξω από το παραθύρι, και χωρίς αργοπορίαν εγύρισεν οπίσω εις την σκηνήν του, και διώρισε να ετοιμασθούν να αναχωρήσουν· και προτού να ξημερώση εκίνησε με όλην του την παράταξιν συντροφιασμένος με τον βεζύρην, με πολυποίκιλα λαλούμενα μουσικών οργάνων, που εχαροποιούσαν όλην την συντροφιάν, εκτός από τον βασιλέα, τον οποίον τον είχε κυριεύσει μία μεγάλη λύπη και μελαγχολία διά την μοιχείαν της βασιλίσσης.