Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025
Και ωσάν ειπής έτσι περιπάτει χωρίς φόβον, επειδή και το νερόν που αλήφθης, έχει την χάριν να κάμη το νερόν χλιαρόν, και θέλει εμποδίσει που να σε κάψη τόσον το νερόν, ωσάν και το έδαφος. Εμβαίνοντας εις τον ναόν, θέλεις ιδεί τον Καισάγια, και θέλει σταθή όλην την ημέραν εκεί διά να τον λατρεύσης· έπειτα θέλει έλθει ο μέγας ιερεύς να μιλήση μετ' εσένα και θέλει σε κηρύξει διάδοχόν του.
Και εις αυτό το αναμεταξύ που αυτοί ούτως ήτον συγχισμένοι, εγώ σηκωνόμενος εις τον αέρα απόλυσα μίαν χάλαζαν από πέτρες που είχα, επάνω εις την τένταν την βασιλικήν και ολοτρόγυρα που τους έκαμα όλους να τρομάξουν και πολλοί στρατιώται έμειναν λαβωμένοι, και άλλοι σκοτωμένοι· όθεν εδόθη φωνή πως βρέχει πέτρες επάνω εις την τένταν του βασιλέως, και αυτή η είδησις εκοινολογήθη εις όλον το στράτευμα, τόσον που εμβαίνοντας εις μέγαν φόβον εδόθηκαν εις φυγή, λέγοντες πως ο προφήτης ήτον θυμωμένος εναντίον του Κασέμ.
Έμεινεν έκπληκτος μη βλέποντας κανένα, και έλεγε καθ' εαυτόν· ένα τέτοιον ωραιότατον παλάτι πώς είναι δυνατόν να το άφησαν έρημον; και αν μεν δεν είναι κανείς, δεν πρέπει να φοβηθώ, αν δε πάλιν συναπαντήσω κανένα, έχω τον τρόπον να προφυλαχθώ, Και εμβαίνοντας έσωθεν της θύρας εις την αυλήν λέγει μεγαλοφώνως· δεν είναι κανείς εδώ να δεχθή έναν οδοιπόρον, που έχει χρείαν να αναπαυθή ολίγον; Και αν και επανέλαβε δις και τρις τον αυτόν λόγον, δεν εφάνη κανένας· και τούτο τον έκαμε να εκπλαγή περισσότερον.
Ο Καλίφης, εμβαίνοντας εις αυτό, είδε πολλούς ανθρώπους του σπητιού σκλάβους και ελευθέρους, που επερνούσαν τον καιρό τους με χαρές και παιγνίδια καρτερώντας τες προσταγές του αυθέντου τους· και πλησιάζοντας εις ένα από αυτούς, του είπε· Αδελφέ, σε παρακαλώ, ύπαγε να ειπής του αυθέντου σου, ότι ένας ξένος επιθυμεί να ομιλήση με αυτόν.
Εις ετούτα τα λόγια αυτός με εσήκωσεν εις τον αέρα, και με έφερε μαζή του εις εκείνο το νησί. Επλησιάσαμεν εις την πόρταν του πύργου, που ήτον σιδερένια, η οποία διά προσταγής του ευθύς άνοιξε. Και εμβαίνοντας εις τον πύργον είδα τελώνια εις πλήθος πολύ φορτωμένα αλύσους, και ανάμεσα εις αυτά εγνώρισα διάφορα από εκείνα, που τους ήμουν σκλάβος.
Εγώ ευθύς με το μαχαίρι έσχισα το δέρμα και το όρνεον βλέποντάς με έφυγε· τότε θεωρώντας ολόγυρα είδα το χρυσούν εκείνο παλάτι ως μου είπον και περιπατώντας ολίγον έφθασα εις την θύραν του και άρχισα να θεωρώ ένα προς ένα τα όσα αξιοθαύμαστα πράγματα έβλεπα εκεί· και εμβαίνοντας μέσα εις την αυλήν, όλην λιθοπόρφυρον, είδον μίαν σκάλαν από μάρμαρον λευκότατον και αναβαίνοντας επάνω εις διάφορα ανώγεα, εστρωμένα με πολύτιμα στρωσίδια και προχωρώντας παραμέσα εις ένα αργυροκρυστάλλινον θάλαμον, εύρον σαράντα κορασίδας ωραιοτάτας τόσον, που έμεινα όλος εκστατικός, εις τοιαύτην εξαίρετον ευμορφιάν και άφωνος.
Οπόταν δε επλησίασεν η νύκτα επήγα εις τον διωρισμένον τόπον, και αφού επλησίασα εκεί, είδα ένα σχοινί που ήτον κρεμασμένον από το παραθύρι της κυρίας, η οποία μου εχρησίμευε διά να ανέβω με αυτό βοηθούμενος από αυτήν που με ετραβούσε, και εμβαίνοντας εις τον πρώτον οντά με έκαμε και απέρασα εις τον δεύτερον, που ήτον πλουσίως στολισμένος.
Αφού εξεμάκρυνεν αυτός ο δράκων, επήρα θάρρος, και γεμάτος από περιέργειαν εκίνησα προς την τένταν, διά να ιδώ τι άνθρωπος ήτον εκείνος που εκεί εκοιμώνταν και εμβαίνοντας μέσα εις αυτήν, τον είδα ωσάν να εκοιμώνταν, ο οποίος έδειχνε πως ήτον έως εκατόν είκοσι χρονών ηλικίας, και εφαίνονταν πως να ήτον ακόμη ζωντανός, με όλον που ήταν πολλοί αιώνες που ήτον αποθαμμένος· εστάθηκα καμπόσον διά να στοχασθώ με επιμέλειαν· επήρα έπειτα την κασσέλαν την χρυσήν, εις την οποίαν είχε το χέρι του ακουμπισμένον, και ανοίγοντάς την έβγαλα κάποια σανιδάκια παλαιά επάνω εις τα οποία έστεκαν γραμμένα τα ακόλουθα λόγια· «Ασή, υιός του Βραχία, και μέγας βεζύρης του Σολομώντος, είμαι εγώ που εδώ με βλέπετε· εγώ βλέποντας πως επλησίαζα εις τον θάνατον, εδιάλεξα ετούτο το έρημον νησί, διά να αφήσω το θνητόν μου κορμί υποκάτω εις ετούτην την τένταν προς ωφέλειαν του ανθρωπίνου γένους.
Η βασιλοπούλα ευθύς τον επήκουσε· και την ακόλουθον ημέραν δεν έλειψε που να υπάγη εις αυτόν η οποία εμβαίνοντας ελεύθερα εις τον Μενδρεσέ υπήγεν εις μίαν μεγάλην σάλαν, και εκεί την εδέχθη ο Δερβύσης με μεγάλην σοβαρότητα.
Την αυγήν πάλιν εμβήκα μέσα, και εσύναξα όσα εδυνήθην δακτυλίδια, σκουλαρίκια, και μαργαριτάρια από τους νεκρούς, ομοίως και παρά πολλά φορέματα και τα έβγαλα έξω, τα οποία ήταν ένας πολύτιμος θησαυρός· και πάλιν την δευτέραν εμβαίνοντας εις το υπόγειον εύρον μίαν βασιλικήν κορώναν χρυσήν με πολύτιμα και εξαίρετα πετράδια, ομοίως και άλλα φορέματα χρυσά και καινούρια, τα οποία τα εδίπλωσα, και τα έδεσα όλα μαζί ωσάν να ήταν διά πραγματείαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν