United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τόσο ορέγουνται πολύ την τζίκνα οχ της θυσίας, Που σου προσφέρουν στους βωμούς του κόσμου η λατρείαις; Στα λόγια τότε του Διός η Αθηνά αποκρίθη· 375 Ανοίγοντας το στόμα της παρόμια απηλογήθη. Να μη βρεθή, πατέρα μου, το βοηθό μου χέρι Ν' απλόσω εγώ στους Ποντικούς σε ό,τι τους συμφέρει· Γιατί πολλά είναι τα κακά που ολημερής μου κάνουν.

Αφού εξεμάκρυνεν αυτός ο δράκων, επήρα θάρρος, και γεμάτος από περιέργειαν εκίνησα προς την τένταν, διά να ιδώ τι άνθρωπος ήτον εκείνος που εκεί εκοιμώνταν και εμβαίνοντας μέσα εις αυτήν, τον είδα ωσάν να εκοιμώνταν, ο οποίος έδειχνε πως ήτον έως εκατόν είκοσι χρονών ηλικίας, και εφαίνονταν πως να ήτον ακόμη ζωντανός, με όλον που ήταν πολλοί αιώνες που ήτον αποθαμμένος· εστάθηκα καμπόσον διά να στοχασθώ με επιμέλειαν· επήρα έπειτα την κασσέλαν την χρυσήν, εις την οποίαν είχε το χέρι του ακουμπισμένον, και ανοίγοντάς την έβγαλα κάποια σανιδάκια παλαιά επάνω εις τα οποία έστεκαν γραμμένα τα ακόλουθα λόγια· «Ασή, υιός του Βραχία, και μέγας βεζύρης του Σολομώντος, είμαι εγώ που εδώ με βλέπετε· εγώ βλέποντας πως επλησίαζα εις τον θάνατον, εδιάλεξα ετούτο το έρημον νησί, διά να αφήσω το θνητόν μου κορμί υποκάτω εις ετούτην την τένταν προς ωφέλειαν του ανθρωπίνου γένους.

Επεριπάτησεν αυτή όλην την ημέραν χωρίς να αναπαυθή και προς το βράδυ έφθασεν εις μίαν πολιτείαν, που ήτον πλησίον εις ένα παραθαλάσσιον· εκτύπησε κατά τύχην την πόρταν ενός μικρού σπητιού, εις το οποίον εκατοικούσε μία καλή γραία. Αυτή ανοίγοντάς την πόρταν, την ερωτήσε το τι γυρεύει.

Πού βρίσκεται η όμορφη βασίλισσα; Κ' η Μαρία, ανοίγοντας τα μεγάλα της μάτια προς τον ουρανό, τούλεγε πάλι λυπημένα: — Αλλοίμονο! Τα μάτια μας δεν φθάνουνε να ιδούνε ως τον έβδομο ουρανό. Τότε ο Πέτρος της χάιδευε τα ξανθά μαλλιά και της έλεγε: — Σαν ανεβούνε τα ματάκια σου απάνω στάστρα, μη μ’ αφήσης μοναχό μου. Πάρε με μαζή σου να ιδούμε την όμορφη Βερενίκη.

Δος μου το πρόσφορο κι' τ' άναμα, ευλογημένη! της είπε. Η γριά, πασπατεύοντας στα σκοτεινά, πήρε την προσφορά, και τ' ανάμα, που τα είχε μαζύ στη σκαλοφρύδα, έβγαλε και τρεις κόκκινες λαμπάδες μέσα από μια κασσέλα κι' ανοίγοντας τη θύρα του δωματίου της, του τάδωκε όλα του παπά, ρωτώντας: — Κάνει, δέσποτα μ', να κοινωνήσω, που δεν κοιμήθηκα καθόλου απόψε;

Ήταν έν' αργαστήρι, μεγάλο αργαστήρι απ' όλες τις τέχνες της ζωής. — Μπα!... έκαμε κείνος ανοίγοντας τόσα τα μάτια του. — Μάλιστα· κι αν δεν πιστεύης άκουσε. Πήρε ένα μικρό χερόγραφο κι άρχισε να διαβάζη αργά και δυνατά: — Στις άλλες πολιτείες όλοι όσο μπορούνε χρηματολογούν· ποιος κάνει το γεωργό, ποιος το ναύτη, ποιος τον έμπορο· άλλοι πάλε ζουν από την τέχνη τους ...

Λοιπόν, σύμφωνοι; τον ρώτησε ανοίγοντας την πόρτα. — Ε, και θέλει ρώτημα ; είπε ο Αριστόδημος παίρνοντας πάλι το ραβδί του και ξαναρχίζοντας: — Παίδες Ελλήνων!.. παίδες Ελλήνων! ίτε!.. ίτε!.. ίτε!.. Ο Δημητράκης περίμενε με καρδιοχτύπι την κόρη· ήξερε καλά τη φτωχοπερηφάνεια τ' αδερφού του και φοβότανε την άρνησή του. — Ε, τι λέει; δέχεται; την ρώτησε μόλις την είδε.

Τότε εγώ επρόσταξα τους φύλακας, και επήγαν ομού με την Αραούγιαν, και μετ' ολίγον εγύρισαν φέροντες τρεις βαστάζοι τρία ντουλάπια έμπροσθέν μου. Τότε η Αροούγια μου είπεν· εις ετούτα τα ντουλάπια ευρίσκονται οι μάρτυρες μου, πρόσεχε διά να τους ιδής, και έτσι λέγοντας εβγάζει τρία κλειδιά, με τα οποία ανοίγοντας τα ντουλάπια έβγαλε εις το φως τους τρεις τρισαθλίους αγαπητικούς της.

Οι δούλοι και οι σκλάβοι ωσάν τον είδαν επρόσπεσαν εις τους πόδας του, και η σκλαβοπούλα του επρόσφερεν ένα γράμμα με μια χρυσή βούλλα, το οποίον ανοίγοντας ο Καλίφης είδε που έγραφεν ούτως· «Ω ακριβέ μου και αγαπημένε μου ξένε, σε παρακαλώ να με συμπαθήσης αν δεν σε εδεξιώθην καθώς σου έπρεπε· θέλεις λοιπόν λάβει διά σημείον της αγάπης που σου προσφέρω, και διά το χρέος που ομολογώ εις τους ξένους, τα όσα σου στέλνω, χωρίς να εναντιωθής εις την προσφοράν μου η οποία είναι το δένδρον με το παγώνι, το σκλαβόπουλο με το ποτήρι, και η ωραία σκλαβοπούλα με το τζιβούρι· επειδή και είναι δίκαιον να σου τα χαρίσω, με το να εκατάλαβα πώς σου άρεσαν κατά πολλά· διατί ένα πράγμα που αρέσει ενός φίλου μου, δεν είναι πλέον ιδικόν μου

Την ερχομένην νύκτα ο κακότροπος βεζύρης πέρνει δύο πιστούς σκλάβους, και πηγαίνει εις το κοιμητήριον και ανοίγοντάς το εμπήκε μέσα· και έβγαλε τον Αμπτούλ από το κιβούρι και του έδωσαν ένα πιοτόν, και ευθύς που το έβαλεν εις το στόμα εσυνήλθεν εις τον εαυτόν του ο Αμπτούλ, και ανοίγοντάς τα μάτια του είδε τον βεζύρην και τον εγνώρισεν.