United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΦΕΡΔΙΝ. Όχι· φυλάγομαι από παρόμοιαν φιλοξενία, όσο που ο εχθρός μου δεν είναι δυνατώτερος. ΜΙΡ. Ω ακριβέ μου πατέρα, μη τον δοκιμάσης υπέρμετρα, γιατί είναι γλυκότροπος, και όχι δειλός. ΠΡΟΣΠ. Και τι; θα βάλης νόμο του πατρός σου: — Ρίξε το σπαθί σου· προδότη· δείχνεις κάποια γενναιότη, αλλ' η καρδιά δεν σε βαστάει, τόσο την έχει πλακωμένη το κρίμα.

Κι ο ίσκιος σου, ακριβέ, ω ας μην κακιώση αν ένας φίλος με ματιά θολή σου τραγουδεί: Πιο ευτυχισμένοι είν' όσοι γοργά τους κράξαν πλάι τους οι θεοί, και από το πέρασμά τους εδώ κάτου πήραν μόνο το φως και τη χαρά του!

Εγώ θαυμάζομαι, εκείνη απεκρίθη, να σου επροξένησα τόσην αγάπην, επειδή και από το μέρος μου σου ομολογώ, δεν ημπόρεσα να κάμω αλλέως, παρά να λάβω μίαν παρομοίαν κλίσιν προς εσένα· η νεότης σου, η καλή σου διάθεσις, το πνεύμα σου το έξυπνον, και το περισσότερον από όλα, η προτίμησις που έκαμες από τες άλλες ωραίες κορασίδες σε έκαμαν πολλά χαριέστατον εις τους οφθαλμούς μου και τούτη μου η συναπάντησις ημπορεί να σου το βεβαιώση· μα αλλοί εις εμέ, ακριβέ μου Ταλμούχ, ακολούθησεν αναστενάζοντας, δεν ηξεύρω τάχατες να χαρώ τούτην την απόκτησιν, ή να θρηνήσω την δυστυχίαν μου που ημπορεί να μου συμβή.

Αχ ακριβέ μου Σαέδ, εφώναζα κάθε στιγμήν, πού είσαι τον καιρόν που σε είχα συντροφιά, και με εσυμβοηθούσες να φέρω το βαρύ φορτίον της εναντίας μου τύχης, και να με ελαφρώνης από τα βάσανα; με απαράτησες, διά ποίαν δυστυχίαν, ή διά ποίαν μαγείαν μου αρπάχθης από το πλευρόν μου, ποία δύναμις από εκείνην των Μώρων πλέον βάρβαρος μας απεχώρισεν; ήθελε μου ήτον πλέον γλυκύ να ήθελα αποθάνει μαζί σου, παρά που να ζήσω μοναχός, και χωρίς την συντροφιά σου.

Ακριβέ μου νυμφίε, ακολούθησεν εκείνη γυρίζοντας προς τον βασιλέα, πρόσταξε να πιάσουν ετούτην την κακότροπον μάγισσαν, και κάμε να την βάλουν εις μίαν σκοτεινήν φυλακήν, και αύριον να την κάψουν εις την μέσην της αγοράς.

Οι δούλοι και οι σκλάβοι ωσάν τον είδαν επρόσπεσαν εις τους πόδας του, και η σκλαβοπούλα του επρόσφερεν ένα γράμμα με μια χρυσή βούλλα, το οποίον ανοίγοντας ο Καλίφης είδε που έγραφεν ούτως· «Ω ακριβέ μου και αγαπημένε μου ξένε, σε παρακαλώ να με συμπαθήσης αν δεν σε εδεξιώθην καθώς σου έπρεπε· θέλεις λοιπόν λάβει διά σημείον της αγάπης που σου προσφέρω, και διά το χρέος που ομολογώ εις τους ξένους, τα όσα σου στέλνω, χωρίς να εναντιωθής εις την προσφοράν μου η οποία είναι το δένδρον με το παγώνι, το σκλαβόπουλο με το ποτήρι, και η ωραία σκλαβοπούλα με το τζιβούρι· επειδή και είναι δίκαιον να σου τα χαρίσω, με το να εκατάλαβα πώς σου άρεσαν κατά πολλά· διατί ένα πράγμα που αρέσει ενός φίλου μου, δεν είναι πλέον ιδικόν μου

Υπήκουσα τον πατέρα μου με δυναστικόν τρόπον, από αιτίαν εδικήν σου, επειδή σου το εξομολογούμαι, ω ακριβέ μου Κουλούφ, πως σε αγαπούσα, με όλον που δεν σου το είχα φανερώσει. Η υπανδρειά μου με τον Ταχέρ δεν σε αποξένωσεν από την ενθύμησίν μου.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Ακριβέ ξένεότι κανείς των ξένων από πέρα 350 συνετός τόσο και ακριβόςτο δώμα μου δεν ήλθε, τόσ' είναι σύνεσις πολλή και σκέψις 'ς ό,τι λέγεις,— τώρ' έχω εγώ γερόντισσαν, γνώσιν και νουν γεμάτην, αυτήν, 'που γλυκανάστησε τον άμοιρον εκείνον, και απ' της μητρός του την κοιλιά τα χέρια της τον πιάσαν· 355 αυτή, και ας είναι αδύναμη, τα πόδια θα σου νίψη.

Ας είνε, ω ακριβέ μου νυμφίε, μου απεκρίθη, θέλω ομιλήσει αύριον του πατρός μου, και χωρίς αμφιβολίαν θέλει στείλει εδώ όλα τα πλούτη του. Όχι όχι της αποκρίθηκα δεν είναι αναγκαίον να του ομιλήσης· ολίγον με συμφέρουν οι θησαυροί του με το να μου είνε άχρηστοι· μου φθάνει ότι με το χέρι σου να μου δώσης κανένα διαμαντικόν, αυτό θέλει είνε η μοναχή προίκα που σου ζητώ.

Η Δηλαρά τότες από την χαράν της, α ακριβέ μου Κουλούφ, εφώναξε με ανοιχτές τες αγκάλες, έλα να λάβης τον μισθόν της σταθερότητός σου, που ευχαριστήθης να κακοπάθης παρά να παραιτήσης την Δηλαράν· μα αλλοί εις εμέ, που δεν είμαι ήσυχη στοχαζομένη το τι έχουν να σου κάμουν εκείνοι οι βάρβαροι αύριον.