United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ταλμούχ, παύσε που να θαυμάζης εις αυτό· διότι εγώ αν δεν σε εγνώριζα άξιον διά μίαν τέτοιαν ευτυχίαν, δεν σε εδιάλεγα ανάμεσα εις τόσα μεγάλα υποκείμενα που εζήτησαν την αγάπην μου.

Η Τζελίκα μού εζήτησε το όνομα, και πόσον καιρόν ήμουν τζοχαντάρης και δίδοντάς της την απόκρισιν, μου είπε· Ταλμούχ, θέλω να είσαι ελεύθερος, και να μιλήσης χωρίς αντίρρησιν, και χωρίς να στοχασθής πως είσαι εις το χαρέμι το βασιλικόν, κάνοντας λογαριασμόν να είσαι με ανθρώπους απλούς· θεώρησε με επιμέλειαν όλες ετούτες τες νέες, και εξέταξε καταλεπτώς, και με όλην την ελευθερίαν ειπέ ποία από ημάς σου αρέσει καλύτερον.

Τι λες, Ταλμούχ, μου είπεν ο ευνούχος είνε εύμορφη ετούτη η κατοικία; ναι, μου αρέσει κατά πολλά, του απεκρίθηκα εγώ· ας είναι, ακολούθει μοι, μου εξαναείπεν αυτός.

Ταλμούχ, του λέγει, εσύ είσαι ένας άνθρωπος παράξενος, που κανένα πράγμα δεν σε κάνει να γελάσης, αλλά στέκεις έτσι σοβαρός και σκυθρωπός πάντα. Και είναι σχεδόν δέκα χρόνοι, που είσαι εις την δούλευσίν μου, και ποτέ δεν σε είδα να γελάσης· τι θέλει να ειπή τούτο, και από τι προέρχεται αυτή η μελαγχολία σου;

&Ιστορία του βεζύρ Ταλμούχ, επονομαζομένου μελαγχολικού, και της βασιλοπούλας Τζελίκας.& Εγώ είμαι μοναχός υιός ενός πλουσίου πραγματευτού τζοβαϊριστή από το Μπαγδάτι. Ο πατέρας μου, που ωνομάζετο Αμπτουλά, τίποτε δεν αψήφισε εις την ανατροφήν μου· με έκαμε να μάθω φιλοσοφίαν, μαθηματικήν, τους νόμους, και άλλες πολλές επιστήμες, και μάλιστα διάφορες γλώσσες.

Έτσι λέγοντας τον έφερα εις την κατοικίαν μου, και τον έκαμα να ιδή την μεγαλοπρέπειαν, και τον στολισμόν όλης μου της οικίας. Αυτός κάθε ολίγον εφώναζεν· ω Ουρανέ, τι πράγμα άξιον έπραξεν ο Ταλμούχ περισσότερον από τους άλλους, διά να αρχίσης να τον γεμίσης από τόσα καλά. Πώς ω Φακύρη, του είπα, σου κακοφαίνεται διά την ευτυχίαν μου; καταλαμβάνω ότι σε θλίβει η καλή μου κατάστασις.

Ο βεζύρης Ταλμούχ, εδιαφέντευε πάντα εκείνα που είχεν ειπεί, με τρόπον που ο βασιλεύς βλέποντάς τον σταθερόν εις την γνώμην του, του είπεν.

Εσύ βλέπεις, ω Ταλμούχ, μου λέγει η Τζελίκα, εσύ βλέπεις την αληθή Καλεκάρην, της οποίας επιστρέφω το όνομά της, και εγώ παίρνω το εδικόν μου· δεν θέλω πλέον να κρυφθώ το ποία είμαι, αλλ' ούτε να κρύψω την χρήσιν της αποκτήσεως που έκαμες· εγνώρισα λοιπόν όλην σου την σταθερότητα, και την αγάπην σου, διά την οποίαν είμαι βεβαία, πως θέλει σου είνε εις μεγάλην σου αγαλλίασιν και δόξαν, ότι μία βασιλοπούλα σε αγαπά.

Εις ετούτα τα λόγια ο βασιλεύς Βεδρεδίν, λέγει του βεζύρη του· Ταλμούχ, εσύ ήκουσες ωσάν και εμένα τα λόγια του διδαχτή, διά το οποίον ιδού δεν έχω πλέον χρέος να ταξειδεύσω, ηύρα εκείνο που εζητούσα· ετούτος ο διδαχτής είνε ένας άνθρωπος ευτυχέστατος.

Κυρά, της λέγει ο βασιλεύς, εγώ μεταβάλλω την απόφασίν μου, και με κάθε δικαιοσύνην σας συγχωρώ το σφάλμα, και σου επιστρέφω την ελευθερίαν, και θέλεις ζήσει διά τον Ταλμούχ, και ο ευτυχής Ταλμούχ θέλει ζήσει δι' εσένα. Υπάγετε το λοιπόν, ω τέλειοι αγαπητικοί, να περάσετε ευτυχώς το επίλοιπον της ζωής σας, και παρακαλώ τον ουρανόν κανένα πράγμα να μη συγχίση πλέον την ησυχίαν σας.