United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρηγορήσου λοιπόν, παιδί μου, διά τας περασμένας σου δυστυχίας, επειδή και θέλεις εύρει ένα πατέρα εις εμένα πλέον πλούσιον από τον εδικόν σου, και που δεν θέλει έχει ολιγωτέραν αγάπην από εκείνον διά εσένα.

ΑΓΓΕΛΟΣ Δώρον κάποτε απ’ τα χέρια μου αυτός σ’ επήρε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κι έτσι με πολυαγάπησε τον ξένο εμένα; ΑΓΓΕΛΟΣ Άκληρος καθώς ήτανε σ’ αγάπα εσένα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μ’ έκαμες, ή μ’ αγόρασες από κανένα και μ’ έδωκες στον Πόλυβον για ψυχοπαίδι; ΑΓΓΕΛΟΣ Σ’ ευρήκα μέσα στους γκρεμούς του Κιθαιρώνος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και πώς επεριγύριζες αυτούς τους τόπους; ΑΓΓΕΛΟΣ Εβόσκαγα τα πρόβατα εκείθε απάνω.

Μα τι έχει μετ' εσένα Ο Γλωσσάς ο αχρειάνης, Και σε κράζει φτονερό; Έχει διάφορο κανένα Να ξετάζη εσύ τι κάνεις, Και να χάνη τον καιρό; Μον ας είναι, δεν το θέλει. Τάχα να κατηγοράη, Μόνε το 'χει φυσικό· Για τα ξένα να τον μέλει, Τα δικά του ν' αμελάη, Και να λέγη το κακό.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΑλλοίμονο. Πεθαίνει, γιατρέ μου. Κύριε Τάσσο μου. Πεθαίνει η καλή γυναίκα. Η φωνή της σβύστηκε. Το χέρι της αργοκινάει ακόμη, το χέρι της σα να σε γυρεύη. Εσένα γυρεύει, κύριε Τάσσο μου. Φύγε εσύ αποδώ. Μην ακούς Τάσσο. Κάθισε. Εγώ θα πάω να ιδώ. ΦΛΕΡΗΣΌχι, δεν με κρατάτε. Τώρα καταλαβαίνω. Τώρα! Αφίστε με. Αφίστε με να τρέξω σιμά της. Βγάλτε τα χέρια σας από πάνω μου.

Από 'κει μέσα, σπλαχνική, χαρίζει στους ανθρώπους γλυκειές αγάπες, διώχνοντας τις πικραμμένες έννοιες. Με τον Τυδέα εγέννησεν η μαυροφρύδα Αργεία τον Καλυδώνιον ήρωα τον τρομερό Διομήδη, με τον Πηλέα εγέννησεν η βαθοκόρφα Θέτις τον Αχιλλέα, τον ξακουστό και πρώτο στο κοντάρι, με Πτολεμαίο το μαχητή το μαχητήν εσένα η Βερενίκη η ζηλευτή γέννησε, Πτολεμαίε.

Ως προς εσένα, έννοια σου, κ' εγώ θα εύρω τρόπον να γίνης κληρονόμος μου εσύ, καλό παιδί μου. Εισέρχονται ο ΔΟΥΞ ΚΟΡΝΟΥΑΛΗΣ, η ΡΕΓΑΝΗ και η συνοδεία αυτών. ΚΟΡΝ. Πώς είσαι, φίλε μου καλέ; Ακόμη μόλις ήλθα, και πράγματα παράδοξα κι' ανήκουστα μανθάνω. ΡΕΓ. Αν είν' αλήθεια ένοχος, ολίγον του θα είναι όσον και αν τιμωρηθή, — Αυθέντα μου, πώς είσαι; ΓΛΟΣΤ. Κυρία μου, ερράγισεερράγισ' η καρδιά μου!

Κοιλιόδαυλοι πολλοί Ιστορούνται και δεινοί. Όμως η γαστριμαργία, Η δική σου είναι μία. Φαγητά, πιοτά καλά, Σαν κι' εσένα, ή πολλά, Μήτε γεύτηκεν ακόμα, Η θελά γευτή πλιο στόμα. Κι' έχεις δόντι αισθαντικό Ως το άκρο τεχνικό Το καλό να ξεχωρίζη, Τ' αχαμνό να μην εγγίζη.

Και συ με τ' αδερφού μου τα γρόσια, που έχασε την υγειά του για να τ' αποχτήση, θέλεις ν' ανοίξης μεγάλο μαγαζί: . . . Πού είνε τα καζάντια σου, εσένα; Ο γέρο Στεφανής, όστις εισήλθε την στιγμήν εκείνην, επιστρέφων εκ της αγοράς, όπου είχε περάσει από το καπηλείον του Γιάννη του Βλάχου, ενθυμήθη την παροιμίαν·

Εκείνος σήκωσε πράγματι το βλέμμα επάνω της, χτύπησε με τα χέρια τα γόνατά του και είπε: «Λοιπόν, πότε λέτε να τη σπάσουμε αυτή την αλυσίδα;» «Από εσένα εξαρτάται, Πρέντου, ν’ αποφασίσεις

Ανάλυσα, κι' εχάθηκα, ζωή πλιο δε γνωρίζω. Η όρεξί μου εσβύστηκε, και ύπνο δεν ορίζω. Δεν είν' στιγμή να μη μουρθής στο νου, στο λογισμό μου· Ως και στον ύπνο αδιάκοπα σε βλέπω στο είνορό μου. Εσένα διαλογίζομαι, εσένα συλλογιούμαι· Εσέ στα ξύπνια μου θωρώ· εσέν' άντα κοιμούμαι. Σαν το κερί μες τη φοτιά, και στη νοτιά το χιόνι, Ο έρωτας το σώμα μου το τρώγει και το λιόνει.