United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήμην νέος κ' εγέρασα, που δεν έπαψαν να ψάχουν για γρόσια, στο Έρμο Κάστρο, και στην Παναγιά την Ντομάν, και στ' Αχειλά το ρέμμα, και σε κάθε ξωκκλήσι, και σε κάθε βράχο, και σε κάθε σπηλιά, και στα Πέντ' Αδέρφια, και στην Καμμένη Πέτρα, και στο Κακόρρεμμα.

Και έως σήμερον ακόμη δεν ενθυμούμαι να είπα εις κανένα διά την υπόθεσιν του θησαυρού της Κεχριάς, νομίζω δε ότι πολύ δεν επίστευα μέσα μου, αν και τόσον νέος, εις την ύπαρξιν του θησαυρού τούτου. Ο Νικολός δεν ελυπήθη και πολύ διά την παρουσίαν του Γιαννιού, ήτον δε πρόθυμος, ως λίαν ανοικτόκαρδος, να μοιράση τα γρόσια, τα οποία θα εύρισκε, και με αυτόν, και με πάντα άλλον.

Ήμην ήδη κεφαλαιούχος, είχα πέντε χιλιάδας γρόσια ! Έτρεξα προς την μητέρα μου να διακοινώσω την καλήν μας ταύτην τύχην, επέδειξα τον θησαυρόν μου, εζήτησα την ευχήν της και πλήρης ελπίδων και σχεδίων μετέβην μετά δύο ημέρας εις Σύρον. Εις Τήνον δι' έλλειψιν λιμένος δεν ήρχοντο μεγάλα πλοία, αλλ' υπήγαινον εις Σύρον, της οποίας ο λιμήν εθεωρείτο και υπό των Τούρκων ουδέτερος.

Κ' εκάλεσε τον αδελφό και χωριστά του λέει: — Βουλιούμαι, αγαπημένε μου, 'ς τα ξένα να μισέψω, Να διαπεράσω τα βουνά, να πάω σε ξένον κόσμο, Και να γυρίσω με καιρό, με χρόνια και με μήνες Με γρόσια στο δισάκι μου και λίρες 'ςτο κιμέρι. Σ' αφίνω την γυναίκα μου την πολυαγαπημένη. Να την κυττάς σαν αδερφή, σαν αδερφή δική σου.

Η θειά-Σοφούλα όμως υπέφερε μετά χάριτος την αγγαρείαν ταύτην. Είνε αληθές, ότι τα &φωτίκια& εις την εποχήν εκείνην, χιτών και κουκούλιον μετά σταυρού, καθώς και τα &μαρτυριάτικα&, εαρινή βροχή λεπτών και διλέπτων διά τους αγυιόπαιδας, εκόστιζαν εν όλω δέκα γρόσια. Η θειά-Σοφούλα ωμοίαζε με την επιμελή ανθοκόμον, ήτις δεν αρκείται να φυτεύη μόνον τα άνθη της, αλλά τα περιθάλπει και τα καταρδεύει.

Φωτιά να κάψη τα φλωριά, τα γρόσια του γονιού μου, Λύκος να φάη τα πρόβατα κ' εκείνον τ' αγριοπούλια. Το χωρισμό σου δε φτουρώ, και δε βαστάω τον πόνο.... 'Στήν αγκαλιά σου πάρε με, αν μ' αγαπάς ακόμα, Κ' έλα να φύγουμε μακρυά, να πάμεάλλον τόπο. Αχώριστοι να ζούμε οι δυο, με μια καρδιά, μια αγάπη.

Και συ με τ' αδερφού μου τα γρόσια, που έχασε την υγειά του για να τ' αποχτήση, θέλεις ν' ανοίξης μεγάλο μαγαζί: . . . Πού είνε τα καζάντια σου, εσένα; Ο γέρο Στεφανής, όστις εισήλθε την στιγμήν εκείνην, επιστρέφων εκ της αγοράς, όπου είχε περάσει από το καπηλείον του Γιάννη του Βλάχου, ενθυμήθη την παροιμίαν·

Εις τα παράπονα της Αφέντρας και της μητρός, ο Θανασάκης επένευσε, και είπε να δώση ακόμη χιλίας δραχμάς του γαμβρού. Αλλ' ο Στάθης είχε το λύειν και το δεσμείν, και δεν επείθετο να τας δώση. Ο Στάθης και ο γαμβρός ήλλαξαν δριμείας φράσεις·Σε ξένο βιο κάνεις κουμάντο εσύ; . . . Άλλος τα καζάντισε αυτά τα γρόσια . . .

Θα βρήτε γρόσια, λέτε; μη σας ωνείρεψε; Αχ, παιδιά μου, θα βρήτε και σεις γρόσια, όσα ηύρεν ο Δημήτρης ο Στόγιος, κι' ο Ντούσκος, κι' ο Γιάννης ο Σπίης, κι' ο Τσιμτσιός, κι' ο Λεγαντής, και τόσοι άλλοι, κι' ο Αποστόλης ο Κακόμης, κι' ο Γιάννης της Μυλωνούς.

Ο θωπευτικός δε τρόπος με τον οποίον απευθύνονται προς τον καραβοκύρην και η ερωτότροπος επωδός «μάγια μούκαμες» μαρτυρούν ότι είνε διατεθειμέναι να προβούν εις σοβαράς θυσίας διά το κοκκινάδι, το οποίον, κατά τον καραβοκύρην: Πέντε γρόσια έχει το δράμι....