United States or Gabon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την ώραν που βγαίνει ο ήλιος, καθώς θα κτυπήση την κορυφήν του σουβλερού βράχου, — τον λέγουν Μύτικα, — εκεί ακριβώς οπού πέφτει ο ίσκιος της κορυφής του Μύτικα, εκεί να σκάψουναχ! να μπορούσε ο γέρο-λεβέντης, οπού τάλεγε, να κάμη φτερά, να βρεθή ένα πρωί στο μέρος εκείνο· πλην τα φτερά του ήσαν κομμένα τώρακαι θα εύρουν άλλοι τα γρόσια.

Έμεινεν ευχαριστημένη, διότι εκείνη δεν τα επήρεν όλα. «Στραβομάρα είχενείπε μεταξύ των οδόντων της. Το ποσόν εκείνο, το οποίον η Χαδούλα είχε κλέψει κατά καιρούς από τους γονείς της, ανερχόμενον περίπου εις τετρακόσια γρόσια, το νόμισμα της εποχής εκείνης, έκρυπτεν επί τόσα έτη επιμελώς. Αλλά διά να κτίση την οικίαν, το ηύξησε με την ικανότητά της. Ήτον βεβαίως εργατική και επιδέξια.

&1880, Φλεβαριού 27&, έπεσε η μονέδα της Τουρκιάς. Το μετζίτι από γρόσια 23 ήρθε 19. &1880, Αυγούστου 1&. Ο Κ. Τσακμάκης και Β. Παπά Κρεμύδας κατηγορήθηκαν για επαναστάτες και τους έκαμαν σουργούνι για την Πόλη. &1881, Απρίλης μήνας&, και έπεσε χιόνι στες κορφές των βουνών.

Το γαμπρό σου τον Αγάλλο; . . . Πώς! δεν ήρθε; .. Θα ηύρε πουθενά τη μοίρα του πάλι . . . Ίσως να τον ωνείρεψε να πάη πουθενά ναυρή τίποτα γρόσια, και του είπε να πάη νύχτα, για να μη τον ιδή κανείς . . . Ή τίποτα στοιχειά θα ηύρε στο δρόμο κ' έπιασε κουβέντα μαζί τους, κ' εξέχασε . . .

Και μέσ' 'ς τα δώδεκα ψηλά και μέσ' 'ς τους τόσους μήνες Ο μισευμένος κίνησε απ' τα μακρυά τα ξένα Να διαπεράσση θάλασσαις, κάμπους, βουνά, ποτάμια, 'Σ το πατρικό το σπίτι του με γρόσια να γυρίση. Μια μέρα ένα Μαγιάπριλο κοντά 'ςτό μεσημέρι Σφιχταγκαλιάζονταν οι δυο 'ςτό στρώμα οι αγαπημένοι. Άξαφνα γλήγωρο άλογο 'ςτή θύρα σταματάει.

Ούτε κι' αγάπησα καμμιά 'ςτής ξενιτειάς τη χώρα, Ούτε λησμόνησα ποτές εσένα την καλή μου. Μήνες και χρόμα επλούτενα, για να γυρίσω τώρα, Με γρόσια 'ςτό δισάκι μου και λίρες 'ςτό κιμέρι, Κι' αρρωστεμένη να σε βρω και να σε βρω 'ςτό στρώμα; Φωτιά να κάψη τα φλουριά! κ' εγώ θα τα ξοδιάσω Σ' όλον τον κόσμο, 'ςτούς γιατρούς, για εσέ, για την υγειά σου!

Ημείς ίσα ίσα, είπε λαβών τον λόγον ο Γιαννιός ο εξάδελφός μου, ζητούμε τα γρόσια, αν θέλης να ξέρης, μπάρμπα Τριαντάφυλλε, για να ελευθερώσουμε τον κόσμο απ' αυτούς τους αιματοφάγους που λες. — Κι' αν θέλη ο Θεός, δεν τους ελευθερώνει; Είνε η αμαρτίες, παιδί μου, που τους σκλαβώνουνε. Ο Γιάννης έγεινε σύννους.

Και μετά μίαν στιγμήν επέφερεν: — Αχ, παιδί μου, για ν' αποκτήση κανείς γρόσια, άλλος τρόπος δεν είνε, πρέπει να έχη μεγάλη τύχη, να εύρη στραβόν κόσμο, και να είνε αυτός μ' ένα μάτι, δεν του χρειάζονται δύο. Πρέπει να φάη σπήτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια, με τριανταέξ τα εκατό, θαλασσοδάνεια, το διάφορο κεφάλι.

Την ίδια μέρα ήρθε χαμπέρι από τη Θεσσαλία, ότι μια γυναίκα απόχτησε τρία παιδιά κολλημένα σ' ένα κορμί και τα τρία. 1878, Οχτώμβρη 30 . Μεγάλη ξέρα, Πείνα τρομερή στα χωριά. Το ψωμί πήγε γρόσια 3 την οκά, το κριάς 7 1/2, το βούτυρο 21, το τυρί 10, τ' αυγά σαράντα παράδες το ένα. 1879 . Κατά τον Απρίλη μήνα έγεινε μεγάλη πλημμύρα.