United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακόμα, ακόμα λίγο, είπεν η Λιαλιώ. Ο ίσκιος που ρίχνουν εκείνα τα νησιά, δεν αφήνει να φανή καλά πέρα-πέρα... Μόνο τη Δέρφη βλέπω. — Η Δέρφη είνε μέσα, είπεν ο νέος δεικνύων την Εύβοιαν, προς μεσημβρίαν. — Ημείς Δέρφη το νοματίζουμε το ψηλό βουνά της πατρίδος μου, αντείπε το Λιαλιώ, δεικνύουσα προς ανατολάς. Και πάλιν επανέλαβε το άσμα της, παραλλάσσον κατά μίαν λέξιν·

Ούτε τραγούδια πλέον, ούτε ταξείδια, ούτε φιλιά. Η μήτρα της γεννήσεως και της θανής θα πέση τέλος στης ανυπαρξίας το βάραθρο, χωρίς καθόλου να συγκινήση τους κόσμους. Αλλά δεν άκουσα ακόμη το χτύπημα. Ο ίσκιος επρόβαινε στα νερά με άλματα πύρινα. Και όσο γρηγορώτερα επρόβαινε τόσο εμίκραινε η κορμοστασιά του. Και άξαφνα ο θεότρομος όγκος αγλαόμορφη κόρη εστάθηκεν αντίκρυ μου.

Κι' είναι δίχως καταφύγι Της φυλής μας το κυνήγι. Τοσοπού παντού διογμένοι 865 Λογιαστά πολεμημένοι, Η καρδιά μας πάντα δαίρει Και κρυμμένοι μες τη φτέρι, Διο αντάμα δεν κοτούμε Πουθενά να ευρεθούμε. 870 Κάθε χτύπος μας τρομάζει· Ως κι' ο ίσκιος μας πειράζει· Και τα μάτια, αν κοιμηθούμε Οχ το φόβο δε σφαλνούμε. Έναν θάνατο χρωστούμε· 875 Μια φορά καν ας χαθούμε.

Η εικόνα η ίδια που είχα εδώ χαρεί τόσες φορές στη ρίζα σου γερμένος· μονάχα εσύ κι ο ίσκιος σου χαμένος, άλλο δεν έχει ολόγυρα αλλαχτεί. Κι εμπρός σε τόσην ομορφιά, βαθιά μου σαλεύει κάτι τόσο θλιβερό: έτσι μια μέρα σα χαθώ κι εγώ, τίποτε δε θ' αλλάξη ολόγυρά μου.

Κι ο ίσκιος σου, ακριβέ, ω ας μην κακιώση αν ένας φίλος με ματιά θολή σου τραγουδεί: Πιο ευτυχισμένοι είν' όσοι γοργά τους κράξαν πλάι τους οι θεοί, και από το πέρασμά τους εδώ κάτου πήραν μόνο το φως και τη χαρά του!

ΒΛΕΠΥΡΟΣ θάταν συμφορά τρανή.*!! Αλλά τότε στα χωράφια ποιος θα μείνη γεωργός; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ θάν' οι δούλοι• τι σε μέλει; συ θα κάθεσαι αργός, και του ρωλογιού ο ίσκιος δέκα πόδες σαν μακραίνη, θα τραβάς για το τραπέζι που γεμάτο θα προσμένη. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και για ρουχισμό ποιόν τρόπο έχετε σκοπό να βρήτε; Πρέπει να μας πης και τούτο• ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Τα παληά σας θα φορήτε, και θα σας υφαίνουμ' άλλα.

Ημέρα νύχτα δεν μπορώ, Ποτέ ανάπαψι να βρω· Θρηνώ παντοτεινά μου Τα θλιβερά γραφτά μου. Ίσκιος στον κόσμο περπατώ, Και μήτε ξέρω που πατώ. Καθένας που με βλέπει Να με λυπιέται, πρέπει. Λύπης εγίνηκα πηγή· Και η βαθιά μου συλλογή, Μαζί μου πάντα μένει, Ποτέ δεν ξεμακραίνει. Νου δεν ποτάζω παντελώς· Παραλαλώ σαν ο τρελός. Ξεχωριστά παθαίνω, Και πάλι δεν πεθαίνω.

Του μύρισ' ο Καλύβαςτης Αλαμάνας τα νερά. Του Βακογιάννη ο ίσκιος Είναι βαρύς, θανατερός κι' όποιος περάση εκείθε Σκοτάδι κι' αποκάρωμα. θα τώμαθε και μένει Ναρθή με τον Ομέρπασα.

Συνήθισα με την κατάστασή μου, όπως ο χρόνια άρρωστος με τους πόνους του. Ο ίσκιος δεν ερχότανε μόνο από το μικρόν, που χάθηκε, μα κι από κείνη, που ήθελε να τον ακολουθήση. Δεν ερχότανε μόνο από κείνο, που αφήσαμε πίσω, μα μας πρόσμενε και σε κείνο, που είτανε μπρος μας. Οι δυο ίσκιοι σμίγανε στο σημείο του δρόμου της ζωής, όπου είμαστε τώρα φτασμένοι.

Φεύγω τώρα... μου σφύριξε στ' αφτί ένα μεσημέρι χειμωνιάτικο, κουφό, καταχνιασμένο κι άχαρο μεσημέρι. Κ' έφυγε· έφυγε στ' αληθινά, πέρασε σαν ίσκιος απάν' από τα δέντρα του κήπου μας, στάθηκε λιγάκι στη μουριά κάπως συλλογισμένο κ' έπειτα χύθηκε στο αντικρυνό μας σπίτι.