United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο βασιλεύς διά μεγαλυτέραν αμοιβήν διά να με υποχρεώση να μείνω παντοτεινά εις την πολιτείαν του, με επαρακίνησε να υπανδρευθώ, μάλιστα προβάλλοντάς μου μίαν πλουσίαν ωραιοτάτην κόρην, θυγατέρα ενός άρχοντος του παλατίου του, τάζοντάς μου αυτός την χάριν του, την προστασίαν του, και την επίσκεψίν του παντοτινά· έκλινα εις το ζήτημα του βασιλέως, και υπανδρεύθην με αυτήν την κόρην, από την οποίαν ευχαριστούμουν πάρα πολύ διά την άκραν αγάπην, που ανάμεσά μας επολιτεύετο· όμως ο σκοπός μου ήτον διά να γυρίσω εις την πατρίδα μου, και με όλες τες ανάπαυσες που είχα, δεν ησύχαζα.

Βασίλισσα Ιζόλδη δε θυμόσαστε εκείνη την τόσο ωραία, την τόσο θερμή μέρα μέσα στην πλατειά θάλασσα; Είχατε δίψα!, δε θυμώσαστε, ω κόρη Βασιληά; Στο ίδιο ποτήρι ήπιαμε μαζύ. Από τότε είμαι παντοτεινά ζαλισμένος από κακό μεθύσι...» Μόλις άκουσε η Ιζόλδη αυτά τα λόγια, που μοναχά αυτή και κανένας άλλος μπορούσε να καταλάβη, έκρυψε το κεφάλι μέσα στο μαντύα της, σηκώθηκε και θέλησε να φύγη.

Γι' αυτό τους αρέσουν τόσο τα χτίρια που φαίνουνται σαν παντοτεινά κι αχάλαστα, και μπορεί κανείς να γράψει επάνω με χρυσά γράμματα τόνομά του. Κάποτε δίνουν κι άμα τους τύχει κανένα δυστύχημα και γυρεύουν να βρούνε συχώρεση, γι' αμαρτίες. Δε μας μέλει το πώς και γιατί δίνουν, φτάνει που δίνουν και δεν είναι σαν άλλους τσιγκούνηδες.

Και αν είν’ μεσ’ στο παλάτι μου και τον γνωρίζω, ας πέση επάνω μου ο θυμός των αθανάτων κι όποια κατάρα έδωκα σ’ εμέ να στρέξη και στους Θηβαίους που ακούνε με ας είν’ η Δίκη σύμμαχη και παντοτεινά οι Αθάνατοι ας τους βοηθούνε. ΧΟΡΟΣ Άναξ, καθώς εμίλησες κ’ εγώ μιλάω. Tον Λάιον δεν εσκότωσα° ούτε γνωρίζω τον ένοχον, και δύναται μόνο ο Απόλλων την απορίαν που εγέννησε και να τη λύση.

Και ο ίδιος ο βασιλεύς επρόσφερε τον αρραβώνα του εις την Ζωηδείαν και την έλαβε διά νόμιμόν του γυναίκα· ομοίως και τας άλλας τρεις αδελφάς τας υπάνδρευσε με τους τρεις Δερβισάδες, υιούς βασιλέων· και τους έδωσεν αξιώματα και τιμάς εις το βασίλειόν του, ως εζητούσε το γένος αυτών· και ούτως ο περίφημος εκείνος βασιλεύς προξενώντας την ευτυχίαν εις τόσα υποκείμενα καλά, έχει την φήμην και τον έπαινον παντοτεινά.

Κιαμ' είντα να κάμωμε; είπεν η Πηγή περίλυπος και αυτή. Σα δε μπορούμε να κάμωμ' αλλοιώς πρέπει να κάμωμ' απομονή. — Δεν κατέω 'γώ απομονές, μόνο ναρθής να φύγωμε, ετσά που σούπα να πάμε στα όρη και σα θες να κάτσωμε εκειά παντοτεινά. — Μα με τα σωστά σου το λες να πάμε να κάτσωμε παντοτεινά στσι μαδάρες; Ντα αγρίμια 'μεστα; — Με τα σωστά μου το λέω.

Το κάθε δώρον, η κάθε χάρις, περνά ως πόνος και δυστυχία... ο κόσμος είναι όπως τον πάρης, χαραί και λύπαι ψευδή λαχεία. Αν σε μαραίνουν οι στεναγμοί και τόσα πάθη παντοτεινά, πλην ίσως έλθη και μια στιγμή, που θα γελάσης αληθινά. Αν όμως όλα σου δείχν' η πλάσις με όψεις μόνον απατηλάς, ποτέ 'στ' αλήθεια δεν θα γελάσης κι' ας κάνης πάντα ότι γελάς.

Αν αυτή η συμβουλή σου, Που με τόσην όρεξί σου Να δεχτούμε επιθυμάς, Δεν υπόσκονταν σ' εσένα Κέρδος, διάφορο κανένα, Δεν την πρόβανες σ' εμάς. Ω φιλόσοφοι σοβαροί, Οπού με γνώμη σταθερή Ξοδεύετε παντοτεινά Χρόνια ζωής προσωρινά, Για να ξηγάτε τολμηροί, Όσα ο νους σας δε χωρεί· Καταδεχτήτε ολίγο τι Προσεκτικό να βάλτε αυτί Σε Γάτου φέρσιμο και νου, Σοφού σωστά αληθινού.

Να λησμονήση όλα, όλα· να λείψη από τη σάχλα και την ανορεξιά της καθημερινής ζωής του, να χάση από τα μάτια του τον κόσμον και την αηδία του, να μείνη σφιχτά δεμένος παντοτεινά σ' αυτή την όμορφη εξοχή, σ' αυτόν τον χαριτωμένο τόπο, ανάμεσα σε πρασινάδα και σε ομορφιά αγροτική, χωριάτικη, ξένοιαστη, μέσα στα σπαρμένα ξανθά σιταροχώραφα και στα πράσινα αμπέλια, σ' αυτό το μικρουλάκι σπιτάκι, ανάμεσα στην αληθινή, στην αφκιασίδωτη φύση και εξοχή.

Πολλά παληκάρια εκίνησαν κ' επήγαν να τους πολεμήσουν πολλά βασιλόπουλα ηθέλησαν να δοξασθούν με τον θάνατό τους. Μα όσοι και αν επήγαν κανείς δεν επρόφθασε να μετανοήση για το κίνημά του. Το άχαρο νησί σαν να ήταν δασοφυτρωμένο με το λησμοβότανο, τους εκοίμιζε παντοτεινά στα στέρνα του, έδειχνε στο ηλιοπύρι βωμούς τα κόκκαλα.