United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέτοια οχυρώματα στήθηκαν και στις Κλεισούρες, σιμά στην Ηράκλεια, απάνω στο δρόμο από Ιλλυρία σ' Ελλάδα. Στη Θεσσαλία μέσα κάθε μεγάλη πόλη, Λάρισα, Φάρσαλα, Τρίκκαλα κλ, είταν οχυρωμένη. Κι όσο για τη Θερμοπύλα, ταψηλά τειχίσματα κ' οι πύργοι που χτίστηκαν εκεί τάκαμναν τα στενά της απέραστα. Είχαν όμως εδώ και φρουρά από δυο χιλιάδες παντοτεινά.

Έπειτα άρχισε να κλαίη και τα δάκρυά της έπεσαν στο πρόσωπό μου. Κείπε με φωνή περίλυπη: — Μα δε θέλουνε, πουλί μου, να σαγαπώ. — Ποιοι; Αντί να μου δώση απάντηση, με ρώτησε: — Εσύ θα μαγαπάς; — Ναι. — Παντοτεινά; — Παντοτεινά. — Θέλουνε και δε θέλουνε; — Θέλουνε και δε θέλουνε. Δεν ήτο δύσκολο να καταλάβω ότι η μάνα μου ήτο που δεν ήθελε να μαγαπά το Βαγγελιό.

Ημέρα νύχτα δεν μπορώ, Ποτέ ανάπαψι να βρω· Θρηνώ παντοτεινά μου Τα θλιβερά γραφτά μου. Ίσκιος στον κόσμο περπατώ, Και μήτε ξέρω που πατώ. Καθένας που με βλέπει Να με λυπιέται, πρέπει. Λύπης εγίνηκα πηγή· Και η βαθιά μου συλλογή, Μαζί μου πάντα μένει, Ποτέ δεν ξεμακραίνει. Νου δεν ποτάζω παντελώς· Παραλαλώ σαν ο τρελός. Ξεχωριστά παθαίνω, Και πάλι δεν πεθαίνω.

Είταν αδύνατο, άδικο είταν ένα πλάσμα σαν και σένα, τόση χάρη και τόσος νους, τόση χάρη παιδιακήσια και νους τόσο γερός, τόση ψυχή, τόσο φως να χαθούν, κι άμα πεθάνης να μην ξέρη κανείς πως είσουν της πλάσης το στολίδι, το καμάρι τουρανού. Για τούτο έκλαια κι απελπίζουμουν και ζητούσα κάτι να κάμω για σένα, κανένα ποίημα να σου χαρίσω, που να σε δοξάζη, που να μείνη παντοτεινά. Και διές τώρα!

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποτέ μ’ αυτούς που μ’ έκαναν δεν θενά ζήσω. ΑΓΓΕΛΟΣ Παιδί μου, τούτο, φανερά, σωστό δεν είναι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλ’ όμως γιατί, γέρο μου, νομίζεις τούτο; ΑΓΓΕΛΟΣ Για τους γονείς δεν θα ’ξιζε μακριά να μείνης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Φοβούμαι μην ο Φοίβος τέλος αληθέψη. ΑΓΓΕΛΟΣ Φοβάσαι μη κριματισθής με τους γονείς σου; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αυτό είναι που παντοτεινά φοβούμαι, γέρο.

Το οποίον εάν ποτε ιδής, δεν θα σου φανή πώς έχει καμμίαν σχέσιν με τον χρυσόν και τα φορέματα και τους ωραίους παίδας ή νέους, τους οποίους βλέπων τόρα μένεις με ανοικτόν το στόμα και έτοιμος είσαι, και συ και άλλοι πολλοί, να στερηθήτε και φαγητού και πότου, αρκεί μόνον να βλέπετε και συναναστρέφεσθε τους αγαπωμένους παντοτεινά, αν υπήρχε τρόπος να ήτο τούτο δυνατόν.

Είναι σκλάβα στο σπίτι ενός παλιού ηγεμόνα, που ονομάζεται Ραγκόνσκης, στον οποίον ο μέγας σουλτάνος δίνει τρία σκούδα την ημέρα κι' άσυλο· Αλλά το πιο θλιβερό, είναι, που έχασε την ομορφιά της και που έγινε φριχτά άσκημη. — Αχ! ωραία ή άσκημη, είπε ο Αγαθούλης, είμαι τίμιος άνθρωπος και καθήκο μου είναι να την αγαπώ παντοτεινά.