Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
— Θες να κουζουλαθώ; της έλεγεν. Αυτό θες; Δε μ' αγαπάς· άνε μαγάπας δε θα μεβασάνιζες ετσά. — Εγώ δε σ' αγαπώ; έλεγεν η Πηγή, έτοιμη να δακρύση. Μα είντα να σου κάμω; Ο Μανώλης επείσμωνε και ήρχισε να σκέπτεται σοβαρώς να την απαγάγη διά της βίας. Η ρωμαλέα κατασκευή της Πηγής δεν ήτο ενθαρρυντική διά τοιαύτην επιχείρησιν. Οι βραχίονές της ηδύναντο ν' αντιτάξουν πολύ μεγάλην αντίστασιν.
Με κύταξε κάμποσα δευτερόλεπτα και τα μάτια της θόλωσαν από νέα δάκρυα. — Εγώ, χρυσέ μου, δε θέλω να μαγαπάς;...Ντα μπορώ να ζήσω χωρίς;... Ω η κακομοίρα, φωτιά πούρριξα πάνω μου! Ταναφυλλητό της έπνιξε τη φωνή και με δυσκολία κατάφερε να μου πη τακόλουθα: — Όι να μ' αγαπάς, παιδί μου, ως μαγαπούσες πρώτα, σα δεύτερη μάνα σου, σα μεγάλη αδερφή. Μα να μην ταποδείχνης.
Φύγε άνε μαγαπάς, μην έρθ' ο Στρατής ... — Δεν είν' ο Στρατής και μη φοβάσαι, είπεν ο Μανώλης, αφού παρετήρησεν εκ νέου υπέρ τον φράκτην. Μα δε σου λέω; Έλα να φύγωμε κετσά γλυτώνομε κιαπού το Στρατή. Ακούς; Φωνή εφήβου άδοντος έλεγεν: Ανάθεμα που βρη καιρό κι' άλλο καιρό ανημένει, Γιατί, ο καιρός τα πράμματα ανάποδα τα φέρνει.
Έπειτα άρχισε να κλαίη και τα δάκρυά της έπεσαν στο πρόσωπό μου. Κείπε με φωνή περίλυπη: — Μα δε θέλουνε, πουλί μου, να σαγαπώ. — Ποιοι; Αντί να μου δώση απάντηση, με ρώτησε: — Εσύ θα μαγαπάς; — Ναι. — Παντοτεινά; — Παντοτεινά. — Θέλουνε και δε θέλουνε; — Θέλουνε και δε θέλουνε. Δεν ήτο δύσκολο να καταλάβω ότι η μάνα μου ήτο που δεν ήθελε να μαγαπά το Βαγγελιό.
Και το πρόσωπό της ήτο ωχρό, σχεδόν σαν κέρινο, κείχε σοβαρή γαλήνη αγίας. Ποτέ δεν την είχα δη έτσι. — Δεν κάνει.... εξακολούθησε, δεν ταιριάζει να μαγαπάς... σα μεγάλος, γιατί 'σαι πολύ μικιός για μένα! Εγώ 'μαι μεγάλη... Κοντεύγω να... γεράσω. Κιωςτε να γενής εσύ άντρας σωστός, εγώ θάμαι... Το στήθος της ανασειόταν από λυγμούς, που δεν τους άφηνε να ξεσπάσουν.
Να μαγαπάς μέσ' στην καρδιά σου. Δε σου ζητώ άλλο πράμμα. Έλα 'δα να σε φιλήσω, για υστερνή βολά, γιατί φοβούμαι πως θα μάςε χωρίσουνε παντοτεινά και δε θέλω να σε θωρώ κρυφά, σαν κλέφτρα. Κιως να είχε σβυσθή το πάθος πούχαν έως τότε τα φιλιά της, ως να εξαγνίσθη στον πόνο η αγάπη της και γύρισε στην πρώτη αθωότητα, μούδωκε ένα ήρεμο, μητρικό ασπασμό στο μέτωπο.
— Γιάειντα, Γιωργιό μου, είπε, εχλώμιανες, απού 'σουν σαν ταπριλιάτικο ρόδο, όντεν ήρθες απού τη χώρα; — Γιατί δεν έρχεσαι μπλειο στο σπίτι μας...και φοβούμαι πως δε... — Πώς δε σαγαπώ; Αυτό θες να' πης; — Ναι. — Όι, Θέλω να μου το πης ο ίδιος. Θέλω να τακούσω απού το χρυσό σου στόμα. — Φοβούμαι πως δε μαγαπάς μπλειο.
Άμε στο καλό, Γιωργή μου, κια μαγαπάς να κάμης έτσα που σούπα. Το χέρι της ταδύνατο μάγγιξε στο κεφάλι μου και πριν να ταποσύρη πρόφταξα, τάρπαξα και το κατεφίλησα. Κιόταν βρέθηκα έξω και τραβούσα κατά το σπίτι μας, τόσο θολωμένα ήσαν τα μάτια μου από δάκρυα, ώστε και, στη διαφάνεια της θερινής νύχτας δε διάκρινα πού πατούσα και πού πήγαινα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν