United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θες να κουζουλαθώ; της έλεγεν. Αυτό θες; Δε μ' αγαπάς· άνε μαγάπας δε θα μεβασάνιζες ετσά. — Εγώ δε σ' αγαπώ; έλεγεν η Πηγή, έτοιμη να δακρύση. Μα είντα να σου κάμω; Ο Μανώλης επείσμωνε και ήρχισε να σκέπτεται σοβαρώς να την απαγάγη διά της βίας. Η ρωμαλέα κατασκευή της Πηγής δεν ήτο ενθαρρυντική διά τοιαύτην επιχείρησιν. Οι βραχίονές της ηδύναντο ν' αντιτάξουν πολύ μεγάλην αντίστασιν.

Ποτέ δεν τον ήκουσα ν' αναστενάξη, ούτε τον είδα να δακρύση, ούτε ήρθε να μου κτυπήση ποτέ την πόρτα εις ώραν περασμένην της νύκτας, αλλά μόνον που εκοιμάτο καμμιά φορά μαζή μου και αυτό σπανίως. Αλλ' όταν μια φορά ήλθε και δεν τον εδέχθηκαδιότι ήτο μέσα ο Καλλίδης ο ζωγράφος που μούχε στείλη δέκα δραχμές — μ' έβρισε κι' έφυγε.

Εγώ δεν μπορώ να του τα 'πω, γιατί 'νε κύρης μου και 'ντρέπομαι. Μα εσύ γιάιντα δεν του τα λες; Η Πηγή εσιώπησεν, έτοιμη να δακρύση, διότι δεν ηδύνατο να δικαιολογηθή. Ο δε Μανώλης, όστις όσον έβλεπε την Πηγήν συστελλομένην εγίνετο τολμηρότερος, είπε: — Δε μου λες πως δε θες να παντρευτούμε, μόνο .. . — Εγώ δε θέλω;

Τι σύγκριση! σκέφτηκε ο Αριστόδημος, έτοιμος να δακρύση. — Α! βέβαια, καμία σύγκριση· καμία βέβαια· βιάστηκε να προσθέση ο Περαχώρας. Μα είνε, βλέπετε, νέοι λαοί, όλως διόλου νέοι. Και το ξύπνημα του βρέφους είνε πολύ σημαντικώτερο από του γέρου το ψυχομάχημα. Κρίμα που δεν το καταλάβατε ακόμα! — Μπορεί· έκαμε ο Αριστόδημος χωρίς να διώξη από το μέτωπό του τη θλίψη.

Ποιος να μη δακρύση, να συλλογιστή μονάχα &την πίστη& του βασανισμένου εκείνου λαού! Ποιος να μην απορέση που δεν έκαμε αληθινά ο Παντοδύναμος θάμα να γλυτώση τις χιλιάδες των χιλιάδων που δεν έφταιγαν οι κακότυχοι, γιατί τους πλάνευαν αρχοντάδες και δασκάλοι κι αυτούς, από χίλια χρόνια και δώθι! Σαν τ' αρνιά στο μαντρί τους βρήκε ο λύκος. Δράμα, που να λιώνης στο μυρολόγι!

Η Μαργή εξηκολούθησε να τον λιθοβολή με λύσσαν, αλλά τα πλείστα των βλημάτων της ήσαν άστοχα ή δεν έφθαναν μέχρι του εχθρού, ο οποίος μεθ' έκαστον κτύπημα επαναλάμβανε το ηδονικόν επιφώνημά του: — Ω-ω-ω! να χαρώ τα χεράκια σου, Μαρούλι! Εδρόσισες την καρδιά μου. Βλέπουσα δε η Μαργή ότι τα κύματα της οργής της εθραύοντο ανίσχυρα επί του βράχου εκείνου, ήτον ετοίμη να δακρύση εκ πείσματος.

Η Λυκαίνιο λοιπόν αφού τόσα τον ορμήνεψε, σ' άλλο μέρος της λαγκάδας έφυγε, σαν να εζητούσε ακόμη τη χήνα. Κι ο Δάφνης έχοντας στο νου του όσα του είπεν άφισε την πρώτη του ορμή· κ' εδίσταζε να ζητήση από τη Χλόη περισσότερο από φίλημα κι αγκάλιασμα, επειδή δεν ήθελε μήτε να φωνάξη σαν από εχθρό, μήτε να δακρύση σαν να επονούσε, μήτε να ματώση σαν σκοτωμένη.

Όστις είδε το στρατόπεδον τούτο εις την ακμήν του, ζώντος έτι του Καραϊσκάκη, δεν ηδύνατο να μη δακρύση βλέπων τοιαύτην μεταβολήν εις αυτό, το οποίον ωμοίαζεν ως ποίμνιον διασκορπισθέν από τους λύκους.

Δηλαδή, όταν καμμία αρχίση να εκτελέση δημοσίως καμμίαν θυσίαν, κατόπιν έρχεται όχι είς χορός, αλλά πλήθος χορών, και αφού σταθούν οι χορευταί όχι μακράν από τους βωμούς αλλά πλησίον αυτών, κάποτε ξεστομίζουν κάθε είδος βλασφημίας επάνω εις τα ιερά, με λέξεις και με ρυθμούς και με θρηνωδεστάτας μελωδίας συγκλονίζοντες τας ψυχάς των ακροατών, και όστις κατορθώση να κάμη την θυσιάζουσαν πόλιν να δακρύση αμέσως, αυτός αναγνωρίζεται νικητής.

Κι' εμείς το ίδιο, κ' εμείς το ίδιο· είπε ο Περαχώρας· ποιος μπορεί να φύγη απ' αυτήν τη γη χωρίς να λυπηθή ; Να λυπηθή όχι να δακρύση θέλω να ειπώ. — Εδώ σε κάθε βήμα, επρόσθεσε ο Γκενεβέζος, ακούαμε τους λόγους του Δημοσθένους, του Σωκράτους τη φιλοσοφία. Οι Κίμωνες, οι Μιλτιάδαι, οι Θεμιστοκλείς, εβάδιζαν εμπρός μας πάντοτε.