United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω, στα χέρια μου ας μούχε καν πεθάνει, που οι διο καν να χορταίναμε το μοιρολόϊ το κλάμα, εγώ κι' η μάβρη η μάννα του που τον πικρογεννούσεΈτσι θρηνούσε, κι' έκλαιγαν μαζί του κι' όλοι οι Τρώες.

Μια βραδιά πούχα πάει στον Βασίλη, αντί να γυρίσω πίσω στο σπίτι μας, τράβηξα προς το πάνω μέρος του χωριού και σε λιγάκι βρέθηκα κοντά σταυλιδάκι με την πορτοκαλιά. Είχα πάει με την απόφαση να δω την άρρωστη να της μιλήσω και να μείνω κοντά της. Τόση ήτον η ανάγκη μου να τη δω, που δε λογάριαζα τους φόβους που μούχε πη η μάνα μου.

Να, θα είναι χωμένοι σε καμμιά σπηλιά, τσακμάκι θάχουν μαζί τους, ξύλα μπόλικα. Μακάρι να μούχε κι εμέ η Πανάγαινα απόψε στην παραστιά μου τη φωτιά που θενάχουν αυτοί. Για μια βδομάδα, πάντα θα είχανε κουμπάνια, και δεν είναι παραπάν' από πέντε μέρες που αγρίεψε ο χειμώνας.

Εγώ πετούσα από περηφάνεια και περισσότερο παρά σάλλη περίσταση είχα το συναίσθημα πως ήμουν άντρας πλέον. Γιαυτό κιόταν σε λίγο κατάλαβα πως ο Βασίλης με μεταχειρίστηκε σαν παιδί πειράχτηκα πολύ. Το δίκαννο που μούχε πη ότι θαύρισκα στην μάντρα δεν ήτον εκεί. Μούπε πως τάχα το είχε πάρει κάποιος βοσκός, πούλειπε, αλλά γω κατάλαβα πως μούχε 'πη ψέματα κιότι το δίκαννο που μούταξε ήτον ανύπαρχτο.

Μάναψε και περισσότερο τη μανία του κυνηγιού ο Βασίλης με τις υπερβολές πούλεγε για μένα. Η μητέρα μου φαινότανε χαρούμενη, δεν έκαμε όμως την υπόσχεση που μούχε δώσει για το δίκαννο. Ήθελε, ως έλεγε, να μαγοράση ένα τσιφτέ ελαφρό, για τα χέρια μου· κεπειδή τέτοιος δε βρισκότανε στο χωριό, θα παράγγελνε να μου το φέρουν από την πόλη. Ως τόσο θάτον στη διάθεσή μου το τουφέκι του Βασίλη.

Σε δάφτους πήγε κι' έκραξε ναν τους φιλοτιμήσει «Ακούστε, γείτονες βοηθοί που μούρθατε κοπάδια, 220 εγώ λαό δε γύρεβα, μήδε έθνος μούχε λείψει, κι' εδώ όλους απ' τους τόπους σας σας μάζεψα έναν έναν, Μον για να σώστε πρόθυμοι των Τρώων τις γυναίκες και τα παιδιά τ' ανήλικα απ' των οχτρών τα νύχια.

Κι' αν πρύμο αγέρι ο σαλεφτής της γης μου προβοδήσει, την τρίτη αβγή στην όμορφη πατρίδα μου θ' αράξω. Εκεί άπειρα έχω π' άφισα για δω σαν πήρα δρόμο· μα κι' άλλο βιο, όσο μούλαχε, εδώ απ' την Τριά θα πάρω, 365 χαλκό και σίδερο ψαρύ και λυγερές γυναίκες, χρυσό θα πάρω . . . μα τη νια αφτός που μούχε δώσει πίσω την πήρε αγέρωχα, ο βασιλιά Αγαμέμνος.

Γιατί τ' Ατρέα τώρα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους, 355 μεγάλο μούκανε άδικο· γιατί με βιά μού πήρε κι' έχει τη νια μου που πρεσβιό μούχε ο στρατός χαρίσειΕίπε θρηνώντας, κι' άκουσε τα λόγια η κυρά μάννα, πούταν στα βάθια του γιαλού στου γέρου της πατέρα, και βγήκε σαν αντάρα εφτύς απ' το ψαρύ το κύμα και στο πλεβρό του κάθησε.

Ποτέ δεν τον ήκουσα ν' αναστενάξη, ούτε τον είδα να δακρύση, ούτε ήρθε να μου κτυπήση ποτέ την πόρτα εις ώραν περασμένην της νύκτας, αλλά μόνον που εκοιμάτο καμμιά φορά μαζή μου και αυτό σπανίως. Αλλ' όταν μια φορά ήλθε και δεν τον εδέχθηκαδιότι ήτο μέσα ο Καλλίδης ο ζωγράφος που μούχε στείλη δέκα δραχμές — μ' έβρισε κι' έφυγε.