United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί έτσι απ' τον κακόκραχτο το θάνατο ας μπορούσα ναν τόνε κλέψω πουθενά σα φτάσει η μάβρη η ώρα, 465 όπως πεντάμορφα άρματα θα λάβει, που στον κάμπο όλοι, όσοι τύχει να τους δουν τα κάλλη, θα σαστίζουν

Είχε την απαλάμη του διανοιγμένη στο πρόσωπό του απάνου, σα να φασκελωνόταν μοναχός του!.. — Ξαφνικό μεγάλο!.. — Η καψο-Λιακού επαραλόησε, ακούς. Επήρε τα βουνά ζουρλή η μάβρη, και τρέχει πίσωθέ της το χωριό, να την πιάσουν μην πέση πουθενά και γκρεμιστή, κι ακόμα να την πιάσουν, συφορά της!..

Η λύπη η δική μου μοιάζει με τη λίμνη που κοιμάται μέσα στο βουνό, μακριά, στη μοναξιά, παραιτημένη, που άνεμοι κι ανεμοζάλες δεν την κοιλούνε. Μήτε χόρτο μήτε λουλούδι στην άκρη της δε φυτρώνει· γύρω γύρω, σα στεφάνι, ίσια με την κορφή του βουνού, βγήκαν τα κυπαρίσσια και σκεπάζουν τον ουρανό. Είναι η λίμνη ατάραχη και κρύα· είναι μάβρη η θωριά της.

Και βράζοντας οχ του βουνού κατέβηκε τις ράχες, με το δοξάρι κρεμαστό και τη σαϊτοθήκη. 45 Βρόντηξαν, όταν με θυμό τινάχτηκε, οι σαΐτες στις πλάτες του. Και πάγαινε θολός σα μάβρη νύχτα, Έπειτα αλάργα κάθεται απ' το στρατό και ρήχνει, κι' άχησε ο κρότος σκιαχτερός οχ τ' αργυρό δοξάρι.

Έρημη και απροστάτεφτη στον κόσμο τον πικρό, που απόμεινε, χωρίς καμιά βοήθεια από κανένα, εδούλεβε για δυο ζωές· την εδική της και της γριάς της μάνας της·της μάνας της προπάντω. Επάλεβε με προκοπή μυριόκαλη και αξιάδα ζηλεφτή, ναναπληρώση ό,τι της εστέρησε ο κόσμος ο κακός κ' η μοίρα της η μάβρη.

Πες μου, τ' αθώο αφτό δεν το πονάς, δε λυπάσαι εμένα που μάβρη χήρα κι' έρημη σε λίγο θα μ' αφήκεις; Τι γρήγορα όλοι οι Δαναοί θα τρέξουν να σε σφάξουν. 410 Μα αν είναι να σε στερηθώ, καλύτερα για μένα να με σκεπάσει η μάβρη Γης! Γιατί άλλο πια αντιστύλι δε θα μου μείνει, μον καημοί, τα μάτια σα σφαλίσεις.

Λέλα, Λέλα, πού είσαι; Η Λέλα τώρα πού λες να είναι; Λες να είναι στον τάφο της μέσα; Εκεί κάτω στη μάβρη γις; Εκεί κάτω στο κιβούρι; Πού είναι τολόχρυσο, το ηλιόπλαστο το παιδί; Ή μήπως πήγε στον ουρανό πουθενά, κάπου σταστέρια μακριά; Λες να είναι άλλος κόσμος; Δείξε μου πού είναι, γιατί εδώ μέσα τίποτις δε βλέπω.

Κι' η αργυρόποδη θεά της απαντάει, η Θέτη «Και τι με θέλει, αφτός θεός μεγάλος; Τι δειλιάζω 90 θεούς να σμίγω, κι' αχ με τρων τόσα σκουλήκια εμένα. Μα ας πάω! Το λόγο του, ότι πει, δε θαν τον πει του κάκουΈτσι είπε η σεβαστή θεά, και παίρνει μια της μπόλλια μάβρη, που πιο βαθύ σκουτί δεν είχε ο κόσμος άλλο.

Θεριά λες πολεμούσαν· να θε τους δει θεά Αθηνά, να θε αντροσκιάχτης Άρης, λόγο αχαμνό δε θάλεγαν, όσο κι' αν είχαν πάθος. 399 Έτσι πολέμαε, κι' έλεγε κάθε Αχαιός λεβέντης 414 «Ντροπής, αδρέφια, κι' ατιμιά να τραβηχτούμε πίσω! 415 Δεν έχει, σ' όλους μας εδώ μπροστά ας ανοίξει πρώτα η μάβρη γης!

Έδεσε το βόιδι από τα κέρατα καλά. Εσαλάχησαν οι άλλοι βοϊδολάτες με τις μακριές τους βουκέντρες καταμπροστά τάλλο κοπάδι. Δεμένος με το σκοινί από τα κέρατα ο Λιάρος, έβλεπε με λαχτάρα τα συντρόφια του ναραδίζουν ελέφτερα το στενό μονοπάτι. Κλαίγοντας τη μάβρη σκλαβιά του, μου-ου-ου! μου-ου-ου! εμουκάνιζε παραπονετικά.