United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Θεός είχεν απλώσει πάλι στη θάλασσα το καλοκαίρι. Στο βάθος τα χιόνια ασημώνανε τα βουνά, μα η θάλασσα λικνιζότανε στην πιο ατάραχη και ήμερην άνοιξη. Ήτανε μια θάλασσα αγαπητή, ώμορφη, χρυσοντυμένη, ευγενική, ατέλειωτη στην καλοσύνη της. Κι' ακόμα είχε πήξει από της βάρκες που περιμένανε ν' αδειάσουνε τη χαρούμενη ζωή των ναυτών στην εύθυμη στεριά....

Άμε στο καλό, χριστιανέ, και με τρόμαξες, γυρίζει και του κάνει η Κερά Φωτεινή, που ως τότε σήκωνε το τραπέζι, μα σ' αυτή την ομιλία απάνω είταν καθισμένη με ταργόχειρό της και άκουγε μ' ατάραχη όψη, μα όχι πάλε και μ' αδιαφορία, παρά να πούμε από στοχασιά και ποταγή στο θέλημα του Θεού. Μα έβλεπες και κάτι πιώτερο στο πρόσωπό της φρόνιμης της Αποδουλίτισσας.

Ολόγυμνη η χαλκόμαβη χυτή σου κορυφή, στα πλάγια σου σα με χλωρά σμαράγδια αριοντυμένο, έτσι χρυσό στο δειλινό καθώς έχεις βαφή, ωσάν ολόφωτο όνειρο φαντάζεις υψωμένο. Ολόρθο ολόφωτο όνειρο που η κορυφή ψηλά ανένοιαστη αν στα πόδια της κοιλάδα πρασινίζει κι αν τραγουδούνε τα πουλιά και το νερό κυλά, ατάραχη προς το γλαυκό περίγυρα αντικρύζει.

Απάνω η σπηλιά με τον ουρανό της νεροστάλαχτον, με τα πλευρά της αυλακωμένα από τις νεροσυρμές, πράσινα από τα πολυτρίχια και τη χνουδωτή αμάκα, κουφαλιασμένα από τα νύχια του όρνιου που είχεν εκεί τη φωλιά του, κόσκινο από του σφαλαγγιού το κεντρί, κλεισμένα με τον πλοκό της αράχνης, ξεθεμελιωμένα από του ποντικού την ακούραστη μύτη, εψήλωνε βουβή, ατάραχη, σαν ναός απλώνοντας εμπιστευτικά τ' αετώματά του σ' εκείνους που ζητούν καταφύγιο.

Το φλογισμένο βραδυνό σύννεφο βυθίζεται στη βάρυπνη ψυχή μου κι' η ψυχή μου ροδίζει όπως οι βάλτοι των χωραφιών. Ευχαριστώ το Δημιουργό! Του Μπετόβεν η Εννάτη μας πήρε και ταξειδέψαμε, αγαπημένη, θείο ταξείδι. Ατάραχη και βέβαιη για το δρόμο της, η Εννάτη, μας πήγαινε στο άστρο των Ιδεών. Ω! μην το πης ποτέ τι είδες. Να το θυμάσαι μόνον σαν είσαι ωραία, μόνο σαν είσαι πολύ δυστυχισμένη.

Δεν βλέπεις πόσον καθαρός είναι ο ουρανός, ατάραχη δε και γαλήνιος, ωσάν καθρέπτης, όλη η θάλασσα ; Χαιρεφών Έχεις δίκαιον• φαίνεται αλήθεια, ότι είναι αλκυονίς η σημερινή ημέρα, καθώς και η χθεσινή.

Είναι κάτι πύργοι εδώ κ' εκεί, και έχουν φυτρώσει δέντρα πολλά και πυκνά γύρω τους· ανάμεσα σε κάτι τάφους τουρκικούς, πνιγμένους μες στον ίσκιο και στη δροσιά, και μπλεγμένους μέσα στα χαμόκλαδα, είναι κρυμμένο ένα ήσυχο τζαμί· τόπος ταιριασμένος για την ατάραχη, την απαλή, τη σιωπηλή την τουρκική τη σκέψη. Σ' έναν πύργο είναι μια καταχωσμένη πόρτα, που μόλις χωρούσα να περάσω.

Η λύπη η δική μου μοιάζει με τη λίμνη που κοιμάται μέσα στο βουνό, μακριά, στη μοναξιά, παραιτημένη, που άνεμοι κι ανεμοζάλες δεν την κοιλούνε. Μήτε χόρτο μήτε λουλούδι στην άκρη της δε φυτρώνει· γύρω γύρω, σα στεφάνι, ίσια με την κορφή του βουνού, βγήκαν τα κυπαρίσσια και σκεπάζουν τον ουρανό. Είναι η λίμνη ατάραχη και κρύα· είναι μάβρη η θωριά της.

ΑΛΟΝΖ. Ποθώ δυνατά ν' ακούσω την ιστορία της ζωής σου. Πρέπει να δένη θαυμάσια την ακοή. ΠΡΟΣΠ. Θα τα φανερώσω όλα· και σας τάζω ατάραχη τη θάλασσα, δεξιούς τους ανέμους, και τόσο καλό το αρμένισμα, να προφθάσουμε τον βασιλικόν στόλον σου, πού εμάκρυνε πέρα. — Άριελ μου, πουλάκι μου, αυτό είναι έργον σου· ύστερα, με τα στοιχεία· μείν' ελεύθερος, και χαίρου! Παρακαλώ, σίμωσ' εδώ.