Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Είχαν και μερικούς μαζεμένους από τα χωριά τριγύρω. Ξεκινούν όλοι τους με τον Προκόπιο στη μέση, πρώτα στο Σενάτο, ύστερα στο Παλάτι. Ο λαός ως τόσο σωπούσε· δεν πήρε φωτιά καθώς περιμένανε. Με τη φοβέρα όμως τους τραβήξανε μαζί τους, κι άρχισε τότες το κακό. Πιάνουν Αρχόντους, ανοίγουνε φυλακές κι οπλοστάσια, και σε μερικές ώρες μέσα παίρνει στα χέρια του ο Προκόπιος όλη την εξουσία.

Εκεί που έγραφα, συλλογιζόμουνα πως θα της το διαβάσω κ' η ιδέα αυτή σκορπούσε τις χίλιες φαντασιοπληξίες, που έρχουνται απροσκάλεστες και θέλουνε να εμποδίσουνε την πέννα να προχωρήση. Μα όταν τέλειωνε το διάβασμα κ' ερχόμαστε στην τραπεζαρία, γελούσαμε κ' οι δυο αν είχε κρυώσει τα ψάρι και τα παιδιά κακοπλυμένα, ηλιοκαμένα και ξυπόλυτα κάθονταν εκεί και περιμένανε πεινασμένα.

Τους έδωσε ραντεβού σε μια ταβέρνα. Ο Αγαθούλης κι' ο Κακαμπός πήγανε και τον περιμένανε με τα δυο τους πρόβατα. Ο Αγαθούλης, πούχε την καρδιά στα χείλια, διηγήθηκε στον Ισπανό όλες του τις περιπέτειες και του ωμολόγησε, πως ήθελε ν' απαγάγη την δεσποινίδα Κυνεγόνδη. — Αδυνατώ να σας πάω στο Βουένος Άυρες, είπε ο πλοίαρχος: θα με κρεμάσουνε, καθώς και σας.

Πήγε να μπήξη τις φωνές εκείνη. Ο Βαγγέλης της έφραξε το στόμα με το χέρι, μα έτρεμε ολόσωμος κ' εκείνος. Δεν τον περιμένανε τόσο γρήγορα. — Τι κάνεις εκεί; Για το Θεό! τσιμουδιά! Ζυγώσανε κ' οι δυο στο κρεββάτι. Ο άρρωστος άνοιξε τα μάτια του θολά και σαστισμένα σαν να μην ήξερε πού βρίσκεταιΔε γνωρίζει!... άσπρισε το μάτι του!... — Αλλοίμονο! Δυστυχία μου!

Οι ναυαγοί που περιμένανε τουλάχιστο συγχαρητήρια για το σωσμό τους, ζαρώσανε στη θέση τους. — Καλά που γίνηκε κ' αυτή η ιστορία με τη σύγκρουση και τον άνθρωπο στη θάλασσα, γιατί θα πνιγόμουνα από τη μονοτονία, σκέφτηκεν ο Ρένας.,, Όμως τώρα πώς μπορεί να περάσει κανένας την άλλη του ώρα ως το βράδυ; Άφισε τη θάλασσα και κύτταξε το απέναντι γνώριμό του βουνό με τα δένδρα.

Έχω πολλούς πίνακες, μα δεν τους προσέχω πια. Ενώ περιμένανε το δείπνο, ο Ποκοκουράντης έβαλε να παίξουνε ένα κοντσέρτο. Ο Αγαθούλης βρήκε τη μουσική υπέροχη. — Αυτός ο θόρυβος, είπε ο Ποκοκουράντης, ημπορεί να διασκεδάση για μισή ώρα· αλλ' αν βαστάξει περισσότερο, κουράζει όλους, αν και κανείς δεν τολμά να το ομολογήση.

Κατέβηκεν από το κανόνι και τράβηξε στο μεσόστεγο. Καθώς περνούσεν από τ' Οπλονομείον είδεν αραδιασμένους ακόμα καμία δεκαριά ναύτες που περιμένανε τη σειρά τους να τους φωνάξει ο ύπαρχος. Λίγοι ήταν πραγματικά ένοχοι, μα οι πιο πολλοί τιμωριότανε για τιποτένιες αφορμές.

Ο Θεός είχεν απλώσει πάλι στη θάλασσα το καλοκαίρι. Στο βάθος τα χιόνια ασημώνανε τα βουνά, μα η θάλασσα λικνιζότανε στην πιο ατάραχη και ήμερην άνοιξη. Ήτανε μια θάλασσα αγαπητή, ώμορφη, χρυσοντυμένη, ευγενική, ατέλειωτη στην καλοσύνη της. Κι' ακόμα είχε πήξει από της βάρκες που περιμένανε ν' αδειάσουνε τη χαρούμενη ζωή των ναυτών στην εύθυμη στεριά....

Μέρος βέβαια, και μάλιστα οι καθαυτό Έλληνες, πρέπει να φύλαγαν ακόμα μέσα στην ψυχή τους και την παλιά ευλάβεια· μα αν έμνησκε σε τέτοιους η τύχη μας δε θα παθαίναμε μήτε τα μισά που μας περιμένανε στο τέλος του τρίτου αιώνα.

Ήτανε κ' οι δυο σα ζαλισμένοι Γύρω τους ήτανε κι' άλλοι μαζεμμένοι, περιμένοντας ορθοί να μάθουν τα μαντάτα. — Ο Μιχαληός θα μας πη, είπε κάποιος. Του λόγου του θα ξέρη... Περιμένανε όλοι με ανοιχτά τα στόματα. Ο Μιχαληός δε μιλούσε. Σε λίγο άνοιξε το στόμα του. — Τι να σας πω κ' εγώ! Τα ξέρετε καλύτερά μου. Για την ώρα δε βρέθηκε ακόμα, εξόν από τη βάρκα που την έρριξε η θάλασσα απάνω στον κάβο.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν