Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Ευχές και προβοδίσματα. Φιλήσανε όλοι το χέρι του παπά. Τα μάτια της παπαδιάς ήτανε βουρκωμένα. Πήρε το βαρύ το σάλι απ' τον καναπέ και τύλιξε τον παπά από κεφαλής. Τραβήξανε όλοι κατά τη θύρα. Το ανηψίδι τραβούσε μπροστά, φορτωμένο το μπαούλο. — Να μην αργήσης, παπά. Καλό κατευόδιο. — Το θέλημα του Θεού! είπε ο παπάς κατεβαίνοντας τη σκάλα. Καλή αντάμωσι. Σε λίγο η παπαδιά έμεινε μοναχή της.
Ο Ρένας τον κύτταξε για να δει αν θα μπορούσε να τον καταλάβει και στα πιο απλά πράματα, και τον ρώτησε: — Θέλεις τίποτα; — Ναι. Πάμε κατά την κουζίνα. Την πληρωμή την τελειώσαμε χέρι- χέρι... Αμ τι νόμιζες!. Τώρα θα βαρέσει και το συσσίτιο. Τραβήξανε κατά την κουζίνα των ναυτών.
Σε λίγο άνοιξε το στόμα του: — Πάμε να πάρωμε καμμιά μπουκιά; Ώρα είνε... είπε. Σηκωθήκανε κ' οι δυο και τραβήξανε τον ανήφορο. Το άλλο βράδυ, στο ίδιο το τραπέζι, στα ίδια τα σκαμνιά κ' οι δυο τους. Ο Καπετάν Γιάννης είχε ξεχάσει να παραγγείλη τον ναργιλέ του κι' ο Μιχαληός δεν είχε το τσίπουρο μπροστά του.
— Μοσχαδώ, Μοσχαδώ! βογγούσε με βραχνιασμένη φωνή.. Δυο ανθρώποι ζυγώσανε τρομαγμένοι. — Μωρέ τ' είν' εδώ; Ποιος βογγάει; — Κανένας λαβωμένος! είπε ο ένας στον άλλον. Ο ένας άναψε ένα σπίρτο κ' έσκυψε να δη. Σαν έφεξε και είδε, έβαλε τα γέλια. Σήκωσε το χέρι και φασκέλωσε: — Εσύ 'σαι, Μπαρμπα-Δημητρό; Μπα, κακό χρόνο νάχης! Και τραβήξανε το δρόμο τους. Πρωί-πρωί πήγα να τον δω στη φυλακή.
Είχαν και μερικούς μαζεμένους από τα χωριά τριγύρω. Ξεκινούν όλοι τους με τον Προκόπιο στη μέση, πρώτα στο Σενάτο, ύστερα στο Παλάτι. Ο λαός ως τόσο σωπούσε· δεν πήρε φωτιά καθώς περιμένανε. Με τη φοβέρα όμως τους τραβήξανε μαζί τους, κι άρχισε τότες το κακό. Πιάνουν Αρχόντους, ανοίγουνε φυλακές κι οπλοστάσια, και σε μερικές ώρες μέσα παίρνει στα χέρια του ο Προκόπιος όλη την εξουσία.
— Μωρέ μίλα καλά, του φωνάζει ο γέρος· στη φωτιά μέσα θα πας να πέσης; — Τι να σου πω, πατέρα μου, τη Μαριώ δε μ' αφίνεις να την πάρω ακόμα, άφησέ με να παντρευτώ τη φωτιά. Και ξεκίνησε με τα παιδιά του Κανάρη, ντύθηκε τούρκικα σαν εκείνους, και τραβήξανε για την Τένεδο. Σα γύρισε από το ταξίδι εκείνο, είτανε λυσσασμένος από τη χαρά του.
Τραβήξανε λοιπόν κατά το φόρο, και κει πέρα σε φιλικό μαγαζί καθίσανε να ξεκουραστούν και να δροσιστούνε με το κρυόνερο πούτρεχε στη μέση του φόρου, πρι να ξεκινήσουν κατά το σπίτι του αρχόντου του Μαυρουδή που τους είχε προσκαλεσμένους.
Μιλώντας έτσι ζυγώσανε στο Πόρτσμουθ· πλήθος κόσμου είχε γεμίσει την παραλία και παρατηρούσε με προσοχή έναν άνθρωπο πολύ χοντρό γονατισμένο, με τα μάτια δεμένα, πάνω στη γέφυρα ενός πλοίου του στόλου· τέσσερις στρατιώτες, τοποθετημένοι απέναντί του, του τραβήξανε καθένας τρεις σφαίρες στο κρανίο, με τον πιο γαλήνιο τρόπο του κόσμου· κι' όλος ο συναθροισμένος λαός γύρισε σπίτι του ικανοποιημένος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν