United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτον ετούτο μία ράχη πολλά υψηλοτάτη, περιτριγυρισμένη από φοβερά και τερατώδη σπήλαια, ανάμεσα εις τα οποία εφαίνετο πολλά κινδυνώδες πέρασμα, με το να μην εφαίνετο καμμιά λογής στράτα διά να περάση εις μίαν πλατείαν πεδιάδα, που από εκεί εφαίνετο· επειδή κάθε μέρος αυτού του βουνού ήτον πυκνωμένον από αγκάθια, βράχους, και κλαδιά, που ήτον αδύνατον να στοχασθούν μίαν στράταν να έβγουν από εκεί.

Έτσι τον επετροβόλουν και τα παιδιά στο χωριό, αλλ' άμα εγύριζε το μαύρο του μούτρο κεγυάλιζαν τα δόντια του, ου! οπού φύγει φύγει τα παιδιά ... Να και ο παπά- Δημήτρης, ένας μεγάλος γεροντόπρινος. Και λίγο παραπέρα ένας Τούρκος με τη σαρίκα του. Τον εγνώριζεν αυτόν τον Τούρκον, τον Μαυρομπραΐμην. Έλεγαν πως είχε σκοτώσει ένα του μπάρμπα κι ο πατέρας του τον εμάχετο φοβερά.

Και η αγωνία της ήτο μεγάλη, Ο δε Μανώλης, εξακολουθών να μη εννοή ότι η χήρα επερίμενε να εννοηθή χωρίς να το εκστομίση, είπεν: — Η φρονιμώτερη του κόσμου είνε το Μαρούλι κ' εγώ θα τήνε πάρω θέλει και δε θέλει. Η χήρα ανεστέναζεν. Έπασχε φοβερά. Και η αγωνιώδης πάλη, η οποία εγίνετο εις την καρδίαν της, διεσάλευε το λογικόν της.

Αλλ' εις τι θα του χρησιμεύση αν εμφανισθή εις την επιφάνειαν και παύση να κινήται; ΙΡΙΣ. Η Λητώ πρέπει να γεννήση επ' αυτής, διότι ήδη ήρχισαν να την βασανίζουν φοβερά οι πόνοι. ΠΟΣ. Αλλά δεν αρκεί ο ουρανός δι' αυτόν τον τοκετόν; Και αν δεν αρκή ο ουρανός, η γη όλη δεν δύναται να δεχθή την γένναν της;

Κουτούρα, ουρέ παληκαρά, να μπης να τους τραβήξης!.. Δέκα λεπίδια φοβερά, μακρύτατα ξάστραψαν απειλητικά πάνω στου Βλαχογιώργου το κεφάλι κ' εφώτισαν του Τρία μέσα τα σκοτάδια. Ο Βλαχογιώργος δειλιασμένος τόρα, ξέψυχος εμπρός στο φοβερόν τον κίντυνο, δεν εκουτούρησε να μπη. Επήδησε πάλι όξω. Το κακό μεγάλωνε ανεπάντεχα. Οι φαντάροι ξεσπάθωσαν. Όπλα δεν είχαν να υπερασπιστούν.

Οι κλέφται και οι Τόσκοι, στηριζόμενοι επί των όπλων των, παρηκολούθουν σκεπτικοί την πάλην. Ως να είχον συνομολογήση επισήμως ανακωχήν, συνωμίλουν ήδη φιλίως και αντήλλασσον τας καπνοσύριγγας και τας κρίσεις των επί των κινήσεων των δύο μονομάχωνΕίνε ασλάνι ο Ταχίρ· έλεγον οι Τόσκοι. — Και ο δικός μας είνε δράκος· προσέθετον οι κλέφται. — Και οι δύο ασλάνια φοβερά!. . .

Ανησύχησε φοβερά έτρεξε στο σπίτι, εβρόντησε κ' ευθύς η πόρτα ανοίχτηκε, εμπήκε μέσα και την εκλείδωσε. Ας δούμε ως τόσο τι εγινότανε μέσα. Το σπίτι ήταν χωρισμένο σε δύο μεγάλες κάμαρες, με νωποασβεστωμένο το χωματένιο τους πάτωμα.

Να που ήρθε και πέρσι και δεν έπαθε τίποτε κανείς. Πέρσι; Θυμούμαι. Φρίκη με πιάνει. Ναι, πέρσι, την άνοιξη, σωστός ένας χρόνος, είταν πάλε αφτός εδώ. Είτανε μουσαφίρης. Στάσου! στάσου! Αχ! τι τρομάρα! Σα να φώναξε η καρδιά μου φοβερά. Λογάριασε, πρόσεχε μην κάμης λάθος. Πέρσι, την ίδια νύχτα, κοιμηθήκαμε δεκατρείς· πέρσι, την ίδια μέρα δεκατρείς καθήσαμε στο τραπέζι.

Σωκράτης Και τούτο, είπον εγώ, το οποίον λέγεις, είναι αλήθεια· ώστε αν τούτο απεδείχθη σωστά, κανείς δεν πηγαίνει κατ' επάνω εις εκείνα τα πράγματα τα οποία νομίζει ότι είναι φοβερά, επειδή το να είναι κατώτερος του εαυτού του ευρέθη ότι είναι αμάθεια.

Τον ίδρωτα σπογγίζει, Και πάλι ορθός τα θλιβερά τα λόγια του αρχίζει: — Τη μέρα εκείνη, ο άμοιρος, πώς την θυμούμαι ακόμα! Σε πόσους τη μολόγησε το γέρικό μου στόμα!.. Τον άγριον τότε Αλή πασά τα Γιάννινα βαστούσαν, Πουτη βαρειά φοβέρα του κ' οι κλέφταις προσκυνούσαν. Ήμουν μικρός, πολύ μικρός. Αγνάντιατην Καστρίτσα Ο κόμος 'πανηγύριζε. Η μάνα μου η Ζωίτσα Πήρε κ' εμένανε μαζύ.