Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Πώς από σας καμμία Δεν τρέχει τώρα; πώς 'Κεί μέσα εις τα πλεόμενα Δεν ρίχνεσθε καράβια Των πολεμίων; Πώς, πώς της ταλαιπώρου Πατρίδος δεν πασχίζετε Να σώσητε τον στέφανον Από τα χέρια ανόσια. Ληστών τοσούτων; Είνε πολλά τα πλήθη των Και φοβερά εις την όψιν, Αλλ' ένας Έλλην δύναται Ένας άνδρας γενναίος Να τα σκορπίση.
Αι κεφαλαί των εκινούντο δεξιά και αριστερά κ' εκολλώντο αι σιαγόνες των με απειλητικούς τους οδόντας επί των ώμων, επί του τραχήλου, επί του προσώπου και των βραχιόνων, ανοίγουσαι φοβερά αιμάτων λακκώματα Το ταραμπουλούκι του αλβανού και το πόσι του κλέφτου είχον πέσει κατά γης ποδοκυλισμένα και οι πλούσιοι τσαμπάδες, ανεστρέφοντο και συνεπυκνούντο επί των κεφαλών και των ώμων κ' ίπτανοντο επί των κιουστεκίων και συνεμίγνυντο αι αργυραί τρίχες του Τόσκη με τας μαύρας του Ζάχου, εν φοβερά κ' εχθρική αδελφοποιήσεις· τα ενδύματά των έπιπτον εις ράκη· το αίμα, ανάμικτον μετά ιδρώτος, έτρεχεν εις αύλακα· τα πρόσωπα είχον τελείως αλλοιωθή εκ του κόπου και της οδύνης· τα κόκκαλά των έτριζον, ως στελέχη οξυών αναρπαζομένων υπό θυέλλης.
Και παίρνει η φήμη τα χωριά, και παν να την ιδούνε· Κι' όσοι την βλέπουν, νηοί και νηαίς, μαραίνονται από ζήλεια... Κι' ο Ήλιος, — σαν την κύτταξε ντυμμένη με τ' αστέρια, Τον αποπήρε ο πόνος του κ' η φλόγα της καρδιάς του Κ' άπλωσε χέρι απάνου της και τσ' είπε λόγια αγάπης... Η κόρη πούταν φρόνιμη και καλοαναθρεμμένη, Τον μάλωσε βαρηά βαρηά και τούπε με φοβέρα, Να μην απλώση απάνου της, να τραβηχθή μακρυά της, Τι μαραγκιάζει ο κόρφος της, χαλάει η εμμορφιά της, Και σαν το μάθη η μάνα της, θε να τον καταριέται... Και φεύγει μ' άδειο το σταμνί.
Ήτο δε τιμωρία τόσον φοβερά αληθώς, ώστε το πνεύμα την αποτροπιάζεται· και προ πολλού κατηργήθη διά της συμπαθείας εκείνης της ανθρωπότητος, ήτις τόσον μεγάλως ανεπτύχθη, και κατά πολύ επλάσθη μάλιστα, διά της βαθμιαίας κατανοήσεως της χριστιανικής αληθείας. Ήτο τιμωρία τόσον βδελυρά και απαισία, ώστε συνήθως ο δεσμώτης ελιποθύμει, πολλάκις δε και απέθνησκεν υπό του άλγους.
Αγκομαχούσαν φοβερά, που τράνταζε το σπήλιο.... Αρχίζουν να κουράζωνται, κι’ αρχίζουν να τραβιούνται, Ν’ αριεύουν τα χτυπήματα, να παραλύουν την έχτρα, Κι’ εκεί που λαχανιάζανε, πο τον πολύ τους κόπο, Και κολυμπούσανε κι’ οι δυο στον ίδρωτά τους μέσα, Η έχτρα, πώκαιε μέσα τους, σα φοβερό καμίνι, Τους εσυμπούσε το θυμό, τους άναβε τη λύσσα, Και πάλε ξαναρχίζανε τον φοβερόν αγώνα.
Την στιγμήν εκείνην ο Κρίσπος ήνοιξε τους οφθαλμούς και είδε τον Νέρωνα. Το πρόσωπόν του έλαβεν έκφρασιν τόσον αδιάλλακτον, το βλέμμα του εσπινθηροβόλησε τόσον φοβερά, ώστε οι Αυγουστιανοί ήρχισαν να ψιθυρίζουν μεταξύ των δεικνύοντες αυτόν διά του δακτύλου, και τέλος ο Καίσαρ έστρεψε την προσοχήν του προς αυτόν και επλησίασε νωχελώς τον σμάραγδον εις τον οφθαλμόν του. Έγινεν απόλυτος σιγή.
Τοιουτοτρόπως εκληρούται η φοβερά κατάρα του πατρός των, η οποία δια παντός του δράματος ενσαρκώνει την Μοίραν της τραγικής οικογενείας.
Αλλά και αι Νηρηίδες ανελθούσαι εκ του βυθού της θαλάσσης συνώδευον ιππεύουσαι επί δελφίνων, ημίγυμνοι αι περισσότεραι και χειροκροτούσαι• επίσης το γένος των Τριτώνων και όλαι αι άλλαι θαλάσσιαι θεότητες, όσων η όψις δεν είνε φοβερά, εχόρευον πέριξ της κόρης.
Αυτό όμως το έχουν και οι μεθυσμένοι, δηλαδή γίνονται αισιόδοξοι, όταν όμως τα εύρουν άσχημα, τότε παίρνουν δρόμον. Του ανδρείου όμως ιδιότης είπαμεν ότι είναι να αναμένη όσα φαίνονται και είναι και πραγματικώς φοβερά εις κάθε άνθρωπον, διότι αυτά είναι καλόν, το δε να μη αναμένη είναι αίσχος.
Αποτότε κ' ύστερα, καθετόσο ο παπάς, που επήγαινε να διαβάση στο κοιμητήρι, σαν εδιάβαινε από του Λίακα τον τάφο μπροστά, έβλεπε στην ίδια θέση πάντα, το ίδιο σκυλί, κατακόκινο, με τρίχα ορθή, φριγμένη, με μάτια κάρβουνα αναμένα. Τήραε τον παπά άγριο, άνοιγε το στόμα του να γρούξη, έδειχνε τα φοβερά του δόντια απειλητικά, και γένεται άνεμος κ' έσβυνε, γένεται μπουχός κ' εχάθη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν