Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Εξ εκάστου δρομίσκου εξήρχοντο ομάδες εκ δύο ή τριών ανθρώπων, χωρίς δάδας, και φερόντων χλαίνας μακράς. Άλλοι εβάδιζον μετά της συνοδείας αναμιγνυόμενοι με τους δούλους, άλλοι δε εις συμπλέγματα πυκνότερα ήρχοντα κατ' αντίθετον διεύθυνσιν. Μερικοί εκλονίζοντο μεθυσμένοι.

Μητέρα! Και αυτοί οι μεθυσμένοι συνεταράχθησαν από φρικίασιν εις την θέαν των μικρών κεφαλών των αθώων εκείνων προσώπων, συσπωμένων εκ του πόνου ή καλυπτομένων υπό του καπνού, όστις ήρχιζεν ήδη να πνίγη τα θύματα. Αι φλόγες εξηκολούθουν να ανέρχωνται και κατεβίβρωσκον έν προς έν τα θύματα.

Ο Πέτρος έκοψε και ηυλόγησε τον άρτον· εις τα πρόσωπα πάντων εζωγραφίζετο η ψυχική ηρεμία· άπειρος ευδαιμονία επλήρου το δωμάτιον. Επηκολούθησε σιγή και δεν ηκούοντο παρά οι ρυθμικοί παλμοί των καρδιών των. Ήσαν ενηγκαλισμένοι, ως μεθυσμένοι από άφατον χαράν.

Έξω αμέσως το σπαθί και συ, και προσποιήσου ότι υπερασπίζεσαι, και φύγε. Παραδόσου! Εις τον πατέρα μου εμπρός να έλθης! Φώτα! Φώτα! Καλόν θα είναι να χυθή ολίγον αίμα, ώστε ο πόλεμός μας να φανή φρικτότερος ακόμη. Αι! Είδα και χειρότερα να κάμνουν μεθυσμένοι διά παιγνίδι. Κράζει. Πιάστε τον! Βοήθεια! Πατέρα! Εισέρχεται ο ΓΛΟΣΤΕΡ και υπηρέται δαδούχοι. ΓΛΟΣΤ. Εδμόνδε ήλθα, έφθασα!

Αυτό όμως το έχουν και οι μεθυσμένοι, δηλαδή γίνονται αισιόδοξοι, όταν όμως τα εύρουν άσχημα, τότε παίρνουν δρόμον. Του ανδρείου όμως ιδιότης είπαμεν ότι είναι να αναμένη όσα φαίνονται και είναι και πραγματικώς φοβερά εις κάθε άνθρωπον, διότι αυτά είναι καλόν, το δε να μη αναμένη είναι αίσχος.

Αλλά και μεθυσμένοι όντες μόνοι περί αγίων πραγμάτων ωμίλουν οι όσιοι εκείνοι ερημίται.

Οι μουσικοί της ορχήστρας, οι οποίοι προ ενός τετάρτου εφαίνοντο τόσον μεθυσμένοι, ώστε να μη μπορούν να εξακολουθήσουν τα καθήκοντά των, ανετινάχθησαν εις τους πόδας των, ήρπασαν τα όργανά των, ανερριχήθησαν επί της τραπέζης και έπαιξαν τον εθνικόν ύμνον με υπεράνθρωπον δύναμιν, ουχί όμως και μουσικήν ακρίβειαν.

Έπιασε ο Δάσκαλος και μερικοί άλλοι εκεί δα, πούχαν ακούσει ναλογοφέρνουν, το Μίμη, γιατ’ήτον έτοιμος να χυμήξη απάνω στο Νίκο, θεριό μονάχο, καθώς έβλεπε κιόλας πως έκανε να φύγη ο Νίκος απ’το χορό με τη Λιόλια, να πάη έξω στα σκοτάδια με τη Λιόλια, που στεκόταν ασάλευτη, κατάχλωμη κάτω απ’το σαλάκι της το ροζ, σαν Παναγίτσα, μέσα στη γωνιά της πόρτας Τα βρίσκουμ’ άλλη ώρα !-του φώναξε του Μίμη ο Νίκος, πάνω απ’ τα κεφάλια των αντρών που τους χώριζαν, κ’ έσυρε τη Λιόλια απ’ το χέρι τις ασκάλες κάτω. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Περπατούσανε γλήγορα, ο ένας κοντά στον άλλον, απ' τα σοκάκια της Πλάκας τα έρημα. . . Κάτι μασκαράδες ερχόντουσαν τον κατήφορο, ο ένας πίσω απ' τον άλλονα στο στενό το πεζοδρόμιο ταντικρινό : ένας παλιάτσος άσπρος και δυο ντόμινα. Μωρέ Βλάμη ! που την πας την Κλάρα!-τους φώναξε το ένα ντόμινο καθώς προσπερνούσαν. . . Μ'λάρι ! που την πας την π'λάρα !-το χόντρυνε, σε λιγάκι,ο σαχλός ο παλιάτσος, με πιο μεγάλη φωνή, μόλις πήγανε πιο κάτω. Έλα κοντά να σε κάνω τρακόσιες οκάδες!-γύρισ’ ο Νίκος και του φώναξε με μιαν αγριοφωνάρα που τους πήγε ριπιτίδι των μασκαράδων και χάθηκαν πίσω από μιαν αγκωνή . . Παρά 'κεί ξεπρόβαλαν τραγουδώντας μέσ' από ‘να στενό, που ήτονε μια ταβέρνα, ένα μπουλούκι μεθυσμένοι.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Εκείνο που τους 'μέθυσε, καρδιάεμένα δίδει· εκείνο που τους 'δρόσισεν, εμένα με φλογίζει!... Τι είναι τούτο; — Σιωπή!... Η κουκουβάγια ήτον, ο κράκτης ο απαίσιος, που άγρια φωνάζει την μαύρην καλήν-νύκτα του! — Ο Μάκβεθ είναι μέσα, η θύρα είναι ανοικτή, κ' οι δούλοι μεθυσμένοι εμπαίζουν το καθήκον των με τα ροχαλητά των.

Ομοίως δε εις μεν την νεότητα ένεκα της θρέψεως διάκεινται καθώς οι μεθυσμένοι, και είναι ηδονικόν η νεότης, ενώ οι εκ φύσεως μελαγχολικοί έχουν ανάγκην πάντοτε ιατρείας. Διότι το σώμα των από την κράσιν είναι ως να δαγκώνεται, και πάντοτε ευρίσκονται εις σφοδρούς πόθους, την δε λύπην την εκδιώκει όχι μόνον η αντίθετος ηδονή, αλλά και οποιαδήποτε άλλη, αρκεί να είναι ισχυρά.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν