United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όμως μόλις ολίγα βήματα είχον προχωρήση εις την Μεγάλην Οδόν. Τουλάχιστον δεν εφοβούμην την γυμνότητα πλέον· συμφορά επελθούσα, κατέλυσε τον φόβον της. Προχωρώ. — Και βλέπω ανθρώπους διερχομένους πλησίον μου και θεωρούντας με διά βλέμματος γλυκυτάτου, και γεμάτου από συμπάθειαν. Περίεργον! Όλοι άγγελοι, και όμως εβάδιζον τόσον κακήν οδόν.

Η Ακτή εσιώπησε. Η Λίγεια παρετήρει πάντοτε το πλήθος, ως να εζήτει τινά. Αίφνης το πρόσωπόν της έλαβε την χροιάν ρόδου· από την σειράν των κιόνων μόλις είχον εξέλθη ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος και εβάδιζον με θείον παράστημα προς το μέγα δειπνητήριον. Η Λίγεια ησθάνθη την καρδίαν της ανακουφιζομένην. Η επιθυμία να ίδη τον Βινίκιον, να του ομιλήση, κατεσίγασε πάντα άλλον πόθον της.

Επιστρέφων βράδυ από το Ζάππειον, έτυχεν, εν μέσω του πλήθους των περιπατητών, να συμπορεύομαι με όμιλον νεανίσκων, οίτινες ωμίλουν διά το μέγα ζήτημα της ημέρας, διά τας εξετάσεις. Είνε αύτη ίσως η μόνη περίστασις, καθ' ην τα παιδιά έχουν σοβαρότητα γερόντων. Εβάδιζον με την κεφαλήν σκυφτήν, το μέτωπον συννεφιασμένον και το βλέμμα πλήρες μερίμνης.

Πλην έβλεπε τωόντι ο Μπάρμπα-Σταύρος ότι ήτο αδύνατον πλέον να προχωρήση περαιτέρω μέχρι του κτήματός του. Η χιών ήτο βαθεία αληθώς, πέντε σπιθαμών, και ήτο φόβος να βυθισθή τις και απολεσθή. — Δεν είνε χιόνι αυτό! εψιθύριζεν. Οργή Θεού! Δυο-τρεις φοραίς κατέπεσε και ετρόμαξε να εγερθή εκ νέου. Όμως επροχώρει, διότι δύο άλλοι προ αυτού εβάδιζον και αυτοί μετά καμάτου.

Τα πράγματα εβάδιζον καλώς και χειρ Κυρίου εφαίνετο ευλογούσα την Ελλάδα, βλέποντες δε την Επανάστασιν προκόπτουσαν και ριζοβολούσαν, προοιωνιζόμεθα ταχύ και αίσιον το τέλος της. Ήρχιζεν ήδη το τρίτον του αγώνος έτος κ' επρωτοήνθιζον της Τήνου αι αμυγδαλέαι.

Και οι Λιγειείς θα εβάδιζον προς τον Δούναβειν, διότι είναι αγαθός λαός, καίτοι εθνικός. Προς δε θα έφερα προς αυτούς το Ευαγγέλιον. Αλλά τούτο θα το κάμω αργότερα· όταν η Γαλλίνα επανέλθη πλησίον της Πομπωνίας, θα την παρακαλέσω να μου επιτρέψη να υπάγω να τους εύρω, επειδή ο Χριστός εγεννήθη πολύ μακράν και ούτε καν ήκουσα να γίνεται λόγος περί αυτού.

Ο Βινίκιος και ο Ούρσος, παρά το πλευρόν του φορείου, εβάδιζον σιωπηλοί, διότι μετά τας συγκινήσεις της ημέρας, δεν είχον την δύναμιν να ομιλήσωσιν. Ο Βινίκιος ήτο ακόμη ημιενεός.

Εβάδιζον με την ασθενή ελπίδα ότι θα υπήρχε σιμά κάπου, αν όχι καλύβη χωρικού, τουλάχιστον μανδρίον ποιμένος, και ότι θα εύρισκον ψυχήν συμπονούσαν εις την δυστυχίαν των.

Επί κεφαλής εβάδιζον οι σημαιοφόροι φέροντες τους σταυρούς και τας εικόνας των πολιούχων Αγίων, μετά τούτους οι αρχιερείς εν πορφύρα, ακολουθούμενοι υπό των Ηγουμένων και καλογήρων, οίτινες επροχώρουν γυμνόποδες, κύπτοντες προς την γην τας τεφροσκεπείς κεφαλάς των αι μοναχαί και αι διακόνισσαι είποντο υπό την σημαίαν του Άγ. Μαρκελλίνου, αι ύπανδροι γυναίκες υπό την της Αγ.

Το σκότος πυκνόν και αδιαχώρητον έπιπτεν επ' αυτών και τα επολιόρκει πανταχόθεν· τα παιδία εντός αυτού ούτε τον δάκτυλόν των δεν ηδύναντο να διακρίνουν· εβάδιζον σιωπηλά, μήπως τρομάξουν κ' εκ της ιδίας των φωνής, προσκόπτοντα ανά παν βήμα, μαζευόμενα το έν παρά το άλλο, ως ορτύκια εντός των ονακανθών κάτω από την αναπνοήν του σκύλου.