United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν δεν εφοβούμην μη καταντήσω μονότονος ως μυθολόγος γραία και πληκτική ως αγγλικόν μυθιστόρημα, θα ήρχιζα και την σημερινήν μου επιστολήν από την νέαν εισβολήν του χειμώνος, της οποίας προ πέντε ήδη ημερών είμεθα θύματα, και ήτις μας απειλεί διά νέων πάλιν χιόνων και νέων παγετών.

Ο Θωμάς ωμοίαζε πολύ με την εικόνα του και ήτο όσον εύμορφος δύναται να είνε πίθηκος. Αν δεν εφοβούμην να μη θεωρηθώ αντιφάσκων θα έλεγα ότι ήτο εύμορφος ασχημομούρης. Και τοιαύτα μεν ήσαν τα εξωτερικά, το δε ηθικά και πνευματικά προσόντα του Θωμά ήσαν πολύ ανώτερα τούτων.

Ερχόμενος εξ Ιταλίας δεν ευρέθην όσον εφοβούμην εις την Σύραν ξενιτευμένος. Πολλοί τω όντι απέμενον ακόμη εις την υμνηθείσαν υπό του Ορφανίδου ξηρόνησον Ιταλοί πατριώται εκ των φιλοξενηθέντων μετά την αποτυχίαν της επαναστάσεως του 1848.

Μέχρι της στιγμής εκείνης εφοβούμην μήπως εις κανένα εξ υμών φανώ ότι παιδιαρίζω και ότι πράττω ανάρμοστα εις την ηλικίαν μου, ίσως δε κανείς νέος εκ των αναγινωσκόντων τον Όμηρον με επιπλήξη λέγων• «σή δε βίη λέλυται», και «χαλεπόν γήρας κατείληφέ σε», ηπεδανός δε νύ τοι θεράπων, βραδέες δε τοι ίπποι, υπαινισσόμενος διά τούτου και σκώπτων την βραδύτητα των ποδών.

Και τώρα, Τυχιάδη, σκώπτε και τον Πέλιχον και εμένα ως ομήλικον του Μίνωος και παραληρούντα από τα γεράματα. Αλλά, φίλε μου Ευκράτη, του είπα, εφ' όσον ο χαλκός είνε χαλκός, το δε έργον κατεσκεύασεν ο Δημήτριος ο εκ του δήμου Αλωπεκής, ο οποίος δεν κατεσκεύαζε θεούς, αλλ' ανθρώπους, ουδέποτε θα φοβηθώ τον ανδριάντα του Πελίχου, τον οποίον και ζώντα και απειλούντα ολίγον θα εφοβούμην.

Πραγματικώς δεν ετολμούσα να παραδοθώ εις την τύχην ουδαμού, εάν δεν ήσαν παρόντες και εκείνοι που εγνώριζαν ότι ήμουν υποκείμενος εις μίαν καταληψίαν. Εφοβούμην μήπως πέσω εις μίαν από τας συνήθεις καταστάσεις και ταφώ τοιουτοτρόπως, προτού να διαγνώσουν την πραγματικήν μου κατάστασιν. Αμφέβαλλα διά τας περιθάλψεις, διά την πίστιν των μάλλον αγαπητών μου φίλων.

Έλα γρήγορα να μ' ελευθερώσης, διότι είμαι φυλακωμένη, και υποφέρω πoλύ. Διατί μ' έφεραν εδώ, δεν ειξεύρω. Είμαι κλεισμένη ολομόναχη. Κατ' αρχάς εφοβούμην πολύ την νύκτα, τώρα συνείθισα να μη φοβούμαι, αλλ' όμως στενοχωρούμαι παραπολύ. Τας πρώτας ημέρας ήρχετο μία καλογραία καθ' εκάστην και μ' έβλεπεν.

Εν τούτοις εφοβούμην να προχωρήσω κατά έν βήμα, εκ φόβου μήπως προσκρούσω εις τους τοίχους ενός τάφου. Ο ιδρώς ανέβλυζε σαν μαργαριτάρι από όλους μου τους πόρους και εσωριάζετο εις το μέτωπόν μου κατά μεγάλας παγωμένος σταγόνας.

Εφοβούμην να προσηλώσω το πρώτον μου βλέμμα επάνω σε πράγματα, τα οποία ήσαν γύρω μου· όχι διότι εφοβούμην να ίδω φρικιαστικά πράγματα, αλλά διότι κατελήφθην από την φρίκην εκ μόνης της ιδέας ότι μπορεί να μη έβλεπα τίποτε. Τέλος με την καρδιά σφιγμένη άνοιξα ταχέως τα μάτια μου. Και ιδού ότι εβεβαιώνετο η υποψία μου. Τα σκότη της αιωνίας νυκτός με περιέβαλλον. Μετά δυσκολίας ανέπνεον.

Ανεχθήτε λοιπόν να με ακούσετε, σεις και οι μαθηταί σας, χωρίς να γελάσετε, συ δε, υιέ του Αξιόχου, απάντησε μου: — Αρά γε όλοι οι άνθρωποι επιθυμούμεν να είμεθα ευτυχείς; αλλά τι λέγω; μήπως αμέσωςαμέσως άρχισα με καμμίαν από εκείνας τας ανοησίας που εφοβούμην; διότι πράγματι είναι ανόητον και να κάνη κανείς τέτοιαν ερώτησιν και οποίος άνθρωπος είναι εκείνος που δεν θέλει να είναι ευτυχής;