United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά το τέλος του μνημοσύνου ο ιερεύς φέρων την στολήν του, κρατών λαμπάδα και θυμιατόν, εξήλθε του ναού και κατόπιν αυτού η συμπαθής καλογραία, ήτις, μετά λύπης παρετήρησα ότι ην χωλή η δυστυχής, μετά δεινού κόπου σύρουσα τον έτερον των ποδών της, υποβασταζομένη περιπαθώς υπό του νεαρού ζεύγους των συζύγων.

Συγχρόνως τότε και η Θωμαή, ονειρευομένη την στιγμήν εκείνην οπού βαθειά εις τον ύπνον της είχεν υπηχήσει ηδέως το όνομα του συζύγου της, φαίνεται, είχεν αναταραχθή αποτόμως, και ανακαθίσασα εις τα γόνατά της, με το κατάμαυρον σάλι επί της κεφαλής της κουκουλωμένη, ως καλογραία κάμνουσα τον κανόνα της τα μεσάνυκτα, εστέναξεν, ως εν κινδύνω, δις στεναγμούς ως γόους, ως θρήνους, επάνω εις το όνειρόν της: — Λαλεμήτρο μου!

« Πόσους ανθρώπους 'γλύτωσε » Μ' ένα γλυκό της λόγο; » Πόσους ανθρώπους 'γλύτωσε «'Πό την σκληρή κρεμάλα; » Μ ένα της λόγο ρωτικό » Πόσα κακά μεγάλα » Επρόφτανε; και μ' έκαμνε » Το βίο μου να τρώγω!» » Απέθανα· κ' εγλύτωσεν » Από εμέ κ' εκείνη. » Απέθανε· Καλογραιά » Επήγετη Βονίλα . «'Σ την εκκλησιά κ' ενδύθηκε » Σε μαύρα ράσου φύλλα. » Από την λίμνη 'γλύτωσε 'Σάν την Κυρά Φροσύνη

Ο Καραϊσκάκης εγεννήθη εις το 1782 έτος· η μήτηρ του ήτον καλογραία γεννημένη εις το χωρίον Σκωληκοκαρυά της Επαρχίας Άρτης . Μη ακολουθούσα αυστηρώς τους κανόνας του βίου, εις τον οποίον είχεν αφιερωθή, συνέλαβε τον Καραϊσκάκην· δεν έλαβεν όμως την σκληρότητα και ανοησίαν του να ζητήση να κρύψη το έν σφάλμα πίπτουσα εις άλλο μεγαλήτερον και σκληρότερον.

Πορταΐτισσά μου, καλή μου Παναγία! Και καλογραία να ήτο, δεν θα προσηύχετο μετά τόσης θερμότητος και δεν θα ηγρύπνει μετά τόσου πόθου. Αμαρτωλή να ήτο, δεν θα έχυνε τόσα δάκρυα διά τας αμαρτίας της. Έως την αυγήν πολλάκις, που την έπαιρνεν ο ύπνος εκεί γονατιστήν, παγωμένην, ημιθανή. Η Παναγία μου τον έστειλεν, έλεγε παραμυθουμένη.

Η θεία-Αννούσα, σκεπασμένη πάντοτε με την μαύρην της χηρείας μανδήλαν, και η Θωμαή, φέρουσα επί της κεφαλής της βαρύ μαύρον σάλιον, ως καλογραία της Τήνου κουκουλωμένη, υπό το οποίον έλαμπον δύο κατάμαυροι οφθαλμοί, πλήρεις ζωής και χάριτος, οσάκις εσπόγγιζε τα δάκρυά της.

Έλα γρήγορα να μ' ελευθερώσης, διότι είμαι φυλακωμένη, και υποφέρω πoλύ. Διατί μ' έφεραν εδώ, δεν ειξεύρω. Είμαι κλεισμένη ολομόναχη. Κατ' αρχάς εφοβούμην πολύ την νύκτα, τώρα συνείθισα να μη φοβούμαι, αλλ' όμως στενοχωρούμαι παραπολύ. Τας πρώτας ημέρας ήρχετο μία καλογραία καθ' εκάστην και μ' έβλεπεν.

Και ο δεσμώτης, Θωμαή μου, όταν βραδύνη η χάρις, και απολέση πάσαν απελευθερώσεως ελπίδα, γέρνει επάνω εις τα δεσμά του και αποκοιμάται ήσυχος πλέον . . . — Να πάγω να του κάμω τουλάχιστον ένα μνημόσυνο! Εψιθύρισε καθ' εαυτήν η Θωμαή και απεκοιμήθη, σκεπασθείσα με το μαύρο της το σάλι, ως ήτο, επακκουμβώσα προς το πλευρόν, ως καλογραία της Τήνου αποκοιμηθείσα επάνω εις τον κανόνα της.

Μόνη. Η Βεάτη εσκέφθη επί μικρόν. — Ποία είσαι; την ηρώτησε το αόριστον πρόσωπον. — Είμαι καλογραία. Ησθάνθην συμπάθειαν, όταν έμαθα διά σε. Αν ειμπορούσα να σε σώσω... — Αλλοίμονον, είπεν η φωνή. — Μην απελπίζεσαι. Έχε θάρρος. — Θάρρος... — Και σ' έχουν κλεισμένην απ' έξω; — Ναι. — Είνε οι στροφείς στερεοί; Δοκίμασε την θύραν. — Είνε πολύ βαρεία.

Η κοσμοκαλογραία, τρικλίζουσα από την νηστείαν, βιαζομένη δε να ετοιμασθή, ως καλογραία οπού ήτο, διά την Ανάστασιν, δεν είχε καρδίαν ν' αρχίση μακράν ίσως εξομολόγησιν· ευχαριστήθη από την αναβολήν και απήλθεν επιλέγουσα και αυτή με προθυμίαν: — Τα Λαμπρόγιορτα τα λέμε, τα Λαμπρόγιορτα. Εβράδυασε πλέον.