Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Μάταια γυρεύω να χωρίσω τις μέρες που ακολουθήσανε. Ναι, θα μου είταν κιόλας αδύνατο να πω πόσες είταν. Η νύχτα έγινε μέρα κ' η μέρα νύχτα κ' η ζωή μας είχε ένα σημείο μόνο, που γύρω του τριγύριζε: τη μικρή κάμαρα, όπου είτανε ξαπλωμένος και πάλευε με το θάνατο ο μικρός μας Σβεν, η κάμαρα με τη βεράντα, τη σκεπασμένη από το αγιόκλημα, που γέμιζε τον αέρα με τη μυρουδιά του.

Κρατούσε με κόπο από το μπράτσο μια γυναίκα, που έτρεμε, πούχε ανάστημα μεγαλόπρεπο, κ' έλαμπε ολόκληρη μέσα σε πετράδια κ' ήτανε σκεπασμένη μ' έναν πέπλο. — Τραβήχτε αυτόν τον πέπλο, είπε η γριά στον Αγαθούλη. Ο νέος πλησιάζει· σηκώνει τον πέπλο με φοβισμένο χέρι. Τι στιγμή! Τι ξάφνισμα! Νομίζει πως βλέπει τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη. Τη βλέπει πραγματικά, ήταν η ίδια.

Έμειναν ούτω εντός των οχυρωμάτων των κ' εκείθεν ήρχισαν ζωηρόν πυρ κατά των γεωτοίχων. Ότε ο Ζάχος έφθασε πλησίον των Τόσκων, η νυξ ήρχισε να ολιγοστεύη. Το γλυκοχάραγμα ανεφαίνετο με τα θελκτικά χρώματά του άνωθεν της Βαράσοβας, της οποίας η ανώμαλος κορυφή εκιτρίνιζεν ως από ήλεκτρον σκεπασμένη.

Κατόπιν ήρχισα να σε βλέπω εις τον ύπνον μου τακτικά και μου εφαίνετο ότι τούτο πολύ με εδυνάμωνε. Πάντοτε μέσατα μαύρα 'νδυμένη. Πάντοτε σκεπασμένη με μια ολόμαυρη μανδήλα. Κ' επήγαινες τάχανύκτα χαράμματακαι άναβες τα κανδηλάκια του αγίου Γεωργίου, όπως συνείθιζες πάντοτε. Κ' έτρεχεν απέξω τάχα το νεράκι, από το άγιον βήμα της εκκλησίτσας.

Και όχι μόνον οι άνθρωποι και τα σπιτικά ζώα, αλλά και αυτά τα πουλιά του δάσους την αγαπούσαν. Όταν την έβλεπαν να περνά, κατέβαιναν από τα δένδρα και την ακολουθούσαν 'σαν σκυλάκια, για να τους δώση το μισό ψωμί της. Την έλεγαν Μηλιά, γιατί την είχαν εύρει ένα απριλιάτικο πρωί από κάτω από ένα μηλόδενδρο, σκεπασμένη από τα άσπρα άνθια, όπου είχε τυνάξει απάνω της ο άνεμος τη νύχτα.

Ετούτο λέγοντας εγύρισε σκεπασμένη να εύρη τον βασιλέα, και δεν αποκοτούσε διά να καθήση πλέον κοντά του. Κάθησε, κυρά, της λέγει αυτός, σ' εμένα πρέπει θα σταθώ ορθός εις την επιφάνειάν σου. Η Κυρά εδόθη εις ένα πικρόν κλαύσιμον, και πέφτοντας εις τους πόδας του τού εζητούσε συμπάθειαν αν έσφαλε μη γνωρίζοντάς τον.

Η θεία-Αννούσα, σκεπασμένη πάντοτε με την μαύρην της χηρείας μανδήλαν, και η Θωμαή, φέρουσα επί της κεφαλής της βαρύ μαύρον σάλιον, ως καλογραία της Τήνου κουκουλωμένη, υπό το οποίον έλαμπον δύο κατάμαυροι οφθαλμοί, πλήρεις ζωής και χάριτος, οσάκις εσπόγγιζε τα δάκρυά της.

Κι' εσένα πάλι οι τρελλοί να σε θωρούν μαζί μου, Μεταχαράς σε δέχουνται απ' αφορμή δική μου. Σε ταύτα η Αλήθεια στρέγοντας,το Ψέμα αγγαλιασμένη Στης φορεσιά του εφάνηκε με ταύτο σκεπασμένη, Κι' αφόντης ανταμόθηκαν το Ψέμα κι' η Αλήθεια, Στης γης τη σφαίρα επλήθυναν τα τόσα παραμύθια. Τα παραμύθια εξιστορώ· τους μύθους ξεδιαλέγω. Στολνώ το Ψέμα όσο μπορώ και την Αλήθεια λέγω.

Μία τριανταφυλλένια οθόνη είχεν απλωθή ήδη προς το ανατολικόν μέρος του στερεώματος, του οποίου τα σκότη ήρχισαν να υποχωρώσι προς την δύσιν, ήτις μόνη εζοφούτο ακόμη, συγκεχυμένη με τα βουνά. Ελεύκαζεν ήδη προς ανατολάς ο μικρός του Αγίου Γεωργίου ναΐσκος, όπου και η άμπελος, με μίαν τέφραν νεφέλην αυτή σκεπασμένη ακόμη.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν