Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
— Ναι, Δέσποτά μου. Τα κανδηλάκια του Άγι-Αντωνίου. Τα κατέβασεν ένα ένα. Ναι, τώρα θυμούμαι. Τάπλυνε, τα γέμωσε λάδι πρώτα, τα ξεφτίλισε, κι' ύστερα τάναψε. Και μετά τινα διακοπήν.
— Άτοπον είναι, ιερεύς εγώ, να νικώμαι από τοιαύτα ανθρώπινα πάθη ολιγοπιστίας. Έκαμε και τρίτην φοράν τον σταυρόν του. — Ήμαρτον, Κύριέ μου! είπεν. Και ήνοιξε την πορτίτσαν του ερημοκκλησίου. — Ν' ανάψω και τα κανδηλάκια του που ξημερόνει Κυριακή. Πρώτα πρώτα τον συνήρπασεν ηδέως το φως των κανδηλίων, τα οποία όλα ήσαν νεωστί αναμμένα. Φως ήμερον και γλυκύ.
Επήρε και λαδάκι ν' ανάψη τα κανδηλάκια του Αγίου Γεωργίου πάλιν, και δύο κηράκια να κολλήση εις την εικόνα του, οπού είχε τόσον καιρόν να τον προσκυνήση· επήρε και μοσχολίβανο, και σπίρτα μήπως και δεν εύρη, γιατί δεν τ' αφίνουν οι μικροί βοσκοί, κ' εξήλθεν ακροποδητί, μη ταράξη της μητρός της τον ύπνον.
Πόσαις φοραίς, ω έρημο χωριό μου, αχ! ω Κάστρο μου, επέρασα το σάπιο ξύλινο γεφυράκι σου, με τρέμοντα τα μέλη, με καρδίαν πάλλουσαν, με την μαννού μου την γρηά, για ν' ανάψωμε τα κανδηλάκια τ' ασημένια του Χριστού, ή και για να λειτουργήσουμε, και ύστερα να συνάξουμε κάππαρι και κρίταμα. Μ' εσταύρωνε τρεις φοραίς 'ς το στήθος η μαννού μου η γρηά, η Παπαλεξανδρίνα.
Ο Παπά-Κονόμος καθήμενος εις το στασιδάκι του και βλέπων γύρω όλα αυτά εξεπλήττετο, ιδίως διά την καθαριότητα του ναΐσκου· και διελογίζετο: — Ποιος να κυττάζη τώρα το ερημικόν αυτό εκκλησιδάκι οπού τόσον το αγαπούσεν η Κουκκίτσα μου; Ούτε μια λαδιά κάτω εις της πλάκαις. Ποιος ανάπτει τα κανδηλάκια του τώρα και ποιος τα πλύνει οπού είναι τόσον διαυγές το γυαλί των;
Σαν άλλο φως, διαφορετικόν από το φως του κόσμου, το οποίον άφθονον εχύνετο από τα κανδηλάκια, αναμμένα στην αράδα. Εστάθη ακίνητος εν μέσω σαν να φορούσε το φελόνι του, σαν να έκαμνεν «είσοδον» . Το φως ήτο γλυκύ αληθώς, ήτο φως ιλαρόν, φως αγίας Δόξης, θαρρείς, ψαλμικόν φως. Μία γλυκητάτη χαρά εισέδυσε πάραυτα εις την ψυχήν του ιερέως.
Μίαν νύκτα-ήτο σαββατόβραδο — το πρωί είχε κάμει της Κουκκίτσας του τα σαράντα εις την Παναγιάν-Κεχριάν· έμεινε παράωρα εις το ερημοκκλήσιον. Τα κανδηλάκια εφεγγοβολούσαν ένα ιδιαίτερον λαμπρόν και αιγλήεν φεγγοβόλημα οπού ποτέ άλλοτε δεν το ενθυμείτο. Όλος ο ναΐσκος, με τα εν αυτώ αντικείμενα, φωτεινώς κατηυγάζετο.
Κατόπιν ήρχισα να σε βλέπω εις τον ύπνον μου τακτικά και μου εφαίνετο ότι τούτο πολύ με εδυνάμωνε. Πάντοτε μέσα 'ς τα μαύρα 'νδυμένη. Πάντοτε σκεπασμένη με μια ολόμαυρη μανδήλα. Κ' επήγαινες τάχα — νύκτα χαράμματα — και άναβες τα κανδηλάκια του αγίου Γεωργίου, όπως συνείθιζες πάντοτε. Κ' έτρεχεν απέξω τάχα το νεράκι, από το άγιον βήμα της εκκλησίτσας.
Και επόθει μάλιστα πολύ να την ιδή ανάπτουσαν τα κανδηλάκια και θυμιώσαν τον ναόν και αυτόν ακόμη. Η χαρά η αθάνατος, η οποία επλήρου τον ναΐσκον όλον τας νυκτερινάς εκείνας ώρας, τον έκαμε να μη λυπήται πλέον διά τον θάνατον, και να πιστεύη ότι οι Δίκαιοι θνήσκοντες ζώσιν εις τον αιώνα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν