United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα και στα δικαστικά σωστός Αυτοκράτορας είταν ο Έπαρχος, αφού και τελειωτική απόφαση είχε την εξουσία να βγάζη. Τέλος νομοθετούσε και με πραιτωριακά διατάγματα. Φορούσε ο Έπαρχος απανωφόρι πορφυρένιο καθώς ο Αυτοκράτορας, μόνο κάτι κοντήτερο· κατέβαινε δηλαδή ως τα γόνατα μονάχα.

Αλλά το Γαλλικό και ιπποτικό αυτό κοστούμι, δεν είναι το αρχαϊκό. Όσο ανήκει στους ήρωες της Ελλάδος και της Ρώμης που συγχρόνως τους το φορούσε ο μεσαίωνας, άλλο τόσο ανήκει και στους ήρωές μας. Το βλέπει κανείς σε πολλά στοιχεία που διετήρησαν οι διασκευαστές. Ο Μπερούλ προ πάντων, που καυχιέται πως έσβυσε μερικά ίχνη της πρωτογενούς βαρβαρότητος, άφησε άθικτα πολλά άλλα.

Κι' έζεψε η Ήρα στο ζυγό τα γλήγορα άλογά της, για πόλεμο ανυπόμονη και για σφαγή κι' αντάρα. Στου Δία ως τόσο η Αθήνα το γονικό παλάτι χάμου αμολάει στο πάτωμα τ' αφράτο φόρεμά της, ξομπλιό σκουτί που κέντησε μονάχη μ' επιστήμη, 735 και στα τσαπράζα βάζοντας του Συγνεφοσυνάχτη, φορούσε τ' άρματα να βγει στη δακροδότρα μάχη.

Τον έφαγαν οι καλαμαράδες! είπε συλλογισμένος. Είχε ιδεί τον Αριστόδημο, ίδιο τον Αριστόδημο να παραστέκη και να προστάζη όλη εκείνη την αργατειά. Φορούσε μια πλατύγυρη ψάθα στο κεφάλι και χρωματιστά ματογυάλια στη μύτη του. Ήταν ακούρευτος κι αχτένιστος· φορούσε πρόστυχα και μισοτριμμένα ρούχα κ' ένα πουκάμισο αλατζένιο, μαύρο από τον ίδρωτα και τη σκόνη.

Ο Άρης εθύμωσε για την αμέλεια του Αλεκτρυόνος και τον έκαμε πουλί, όπως σήμερον, αλλά τον αφήκε να διατηρήση την πανοπλίαν που φορούσε, και έτσι διατηρεί ακόμη την περικεφαλαίαν στο κεφάλι. Σεις δε κατόπιν για να δικαιολογηθήτε εις τον Άρην εξακολουθείτε από τότε να κράζετε, χωρίς ανάγκην, άμα νοιώσετε ότι ο Ήλιος πλησιάζει να φανή, και να ειδοποιήτε.

Και απ’ έξω ο ντον Πρέντου ξερόβηξε, σημάδι επιδοκιμασίας, ενώ ο μαγαζάτορας σκαρφάλωνε πάνω σε μια ξύλινη μικρή σκάλα. «Όλα γερνούν και όλα μπορούν να ξανανιώσουν, σαν τον χρόνο», αντέτεινε ο Έφις, παρακολουθώντας με τα μάτια τη λεπτή φιγούρα του Μιλέζου που φορούσε ακόμη το μακρύ τριχωτό πανωφόρι του χωριού του. Το μαγαζάκι ήταν μικρό αλλά γεμάτο έως απάνω.

Κάθισε· κάθισε να σ' τα πω! Και καθίσας πρώτος εκείνος ήρχισε προσπαθών να διηγηθή τα γενόμενα και ν' απαρτίση εις έν όλον τα πράγματα, τας εντυπώσεις αυτού και τα αισθήματά του. — Μπήκα, που λες, Μαριώ μου, κ' ένας υπηρέτης, — ντρεπόμουνα που τον κύτταζα, τόσο ωραία ρούχα φορούσε . . . — Τι τα θέλεις τώρ' αυτά, διέκοψεν ανυπομονούσα η κυρά Δημήτραινα. Λέγε, τι έγεινε! — Στάσου δα, μη βιάζεσαι.

Θεός σχωρέσει! απήντησεν ο παπά-Κονόμος, Ο μπάρμπα Γιωργός κουρασμένος ως ήτο, ακκούμβησεν εις το στασιδάκι και λέγει προς τον ιερέα: — Νά, παπά-Κονόμε, εδωδά ήμουνα εγώ. Εκεί δα βλέπω την Κουκκίτσα και εβγαίνει από το Άη-Δήμα, με το λιβανιστερό στα χέρια. Εκέρωσα από τον φόβο μου, φορούσε ένα κάτασπρο στιχάρι σαν από τουλουπάνι, και ήταν σκεπασμένη μ' ένα μαγνάδι νυφιάτικο.

Η μεγαλειτέρα, κόρη δέκα έξ χρόνων, ήλθε με την σούσταν του πατρός της ενδυμένη ως τελεία κυρία· με καπέλλο, με φόρεμα της τελευταίας μόδας, ούτε το ριπίδι δεν της έλειπε. Την άλλην την έφερεν ο πατήρ της με το κάρρο του· φορούσε και αυτή τα εορτάσιμα χωρικά της ενδύματα, ωραία ενδύματα κεντημένα όλα με το χέρι της.

Το λεωφορείο σταμάτησε στη μέση του δρόμου. Οι επιβάτες γύρισαν με περιέργεια και κύτταξαν τη γυναίκα που έμπαινε. Ήταν ντυμένη κατάμαυρα και φορούσε ένα μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Από κάτω απ' το μαντήλι ξεχείλιζαν να ξανθά της μαλλιά και το πρόσωπό της ήτανε μικρούτσικο σαν παιδιακίσιο, παραπονεμένο κι' όμορφο. Η γυναίκα κάθησε σε μια γωνιά με τα μάτια σκυμμένα κάτω.