Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Αυτή ήξερε κάτι βασιλιάδες, που δεν μοιάζανε με τους άλλους τους δικούς μας, βασιλιάδες με πλούσια παράξενα ρούχα, που είχαν τα βασίλειά τους σε χώρες μακρυνές και όμορφες. Ήξερε βασιλοπούλες, που ήσαν κλεισμένες σε κρυσταλλένια παλάτια, μάγισσες με χρυσά δακτυλίδια, που παίρνανε τη ζωή του ανθρώπου, σαν τα φορούσε, και άλλες που είχαν πάλι μαγικές βέργες κι' ανάσταιναν τους πεθαμένους.

Κι' ο ύπνος σαν τον νάρκωσε γλυκά περεχυμένος, λύπης και πόνου λυτρωτήςτι είχε αποκάνει ορμώντας πίσω απ' τον Έχτορα, μπροστά στης Τριάς τ' ολόρθο κάστρονα! ομπρός του φάνηκε η ψυχή του θεϊκού Πατρόκλου, 65 όμια του σ' όλαανάστημα, φωνή, πεντάμορφη όψηκαι μ' ίδια στο κορμί σκουτιά σαν που και πριν φορούσε.

Έπειτα γύρωθε κρεμάει στους ώμους του τη σπάθα, μ' ασημοκάρφια κεντητή και λεπιδοχαλκένια, κρεμάει και τη θεόρατη στεριόφτιαστή του ασπίδα. 335 Κι' έβαλε στο λεβέντικο κεφάλι τη φαντούσσα περκεφαλιά, που έτσι αγριωπή η αλογόφουντά της πας στην κορφή κυμάτιζε, και πήρε τ' αντριωμένο κοντάρι που του πάγαινε στη χούφτα του. Παρόμια, φορούσε κι' ο παλικαράς Μενέλας τ' άρματά του.

Και στην καλύβα του κοντά τον ήβρε και στο πλοίο σε στρώμα απάνου μαλακό, κι' ήταν σιμά του χάμου 75 η πλουμιστή του αρματωσάασπίδα, διο κοντάρια, περκεφαλαία αστραφτερήσιμά 'τανε κι' η ζώνη, όλη στολίδια, πούζωνε ο γέρος σα φορούσε τα χάλκινα άρματα να βγει στον πόλεμο, οδηγώντας τους λόχους, τι από γερατιά δεν ίδρωνε τ' αφτί του.

Κι’ ακόμα πιο ομορφότερος φαινότανε σαν έβγαζε στο σπίτι το σακάκι του και το κολλάρο και φορούσε μια παλιά λινή μπλούζα της δουλειάς, γιατί τότες έμενε γυμνός ο λαιμός του πούμοιαζε ελεφαντοκόκκαλο κιτρινισμένο, ολοστρόγγυλος και απαλός όπως σταρχαία αγάλματα των νέων θεών-αυτό όμως δεν τόξερε η γυναίκα του: εκείνη έβλεπε μονάχα το λαιμό του χωρίς να σκέπτεται τίποτα, με την ψυχή λυμένη. . . Αλήθεια κακό πράμα ναν’ η γυναίκα και μια μέρα μεγαλύτερη απ’ τον άντρα!

Γιατί κλαις, παιδί μου; δεν βλέπεις πόσες είνε αυτού του είδους η γυναίκες, πώς τις αγαπούν οι άνδρες και τι χρήματα κερδίζουν; Θυμούμαι εγώ την Δαφνίδα τι κουρέλια φορούσε, πριν να μεγαλώση η κόρη της. Τώρα όμως βλέπεις με τι πολυτέλεια ζη, τι χρυσαφικά φορεί και τι ωραία φορέματα κ' έχει και τέσσαρες δούλες. ΚΟΡ. Και πώς τ' απέκτησεν αυτά η Λύρα;

Ήταν όμορφη η ντόνα Μαρία Κριστίνα, φορούσε μια μαντίλα άσπρη σαν το κρίνο. Πήγαινε στη Νοέμιμου είπε – η Νοέμι έχει την καρδιά τη δική μου, επειδή η καρδιά των νεκρών μένει στους ζωντανούς. Πήγαινε, Ποτόι, μου είπεθα δεις που η Νοέμι θα σε βοηθήσει. Αυτά τα λόγια μου είπε

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Όλος δεν ομοιάζει με τον βασιλέα; ΟΡΑΤΙΟΣ Όσον εσύ μ' εσέ· φορούσε αυτήν εκείνην την πανοπλίαν, όταν με της Νορβηγίας τον αυθάδ' ηγεμόνα 'ς τ' άρματα εμετρήθη· ομοίως φοβερό το βλέφαρό του εφάνη, όταν εις την ορμήν σφοδρής λογομαχίας τους Πολωνούςτον πάγον βρόντησε απ' τ' αμάξι. Είναι παράδοξο.

Το μικρό και αρρωστιάρικο σώμα του, τάραζε σπασμωδικά και στα μάτια του τα καστανά έτρεμαν δυο δάκρυα. Τώρα δεν είχε τίποτα από τη σοβαρή αξιοπρέπεια που φορούσε για τήβεννο σοφίας απάνω του από μικρός. Ήταν ένα τσαχπίνικο παιδί που δε δίνει μια πεντάρα έξω από τη ζωούλα του. Τόσο αστείοι του φαίνονταν οι φόβοι τ' αδερφού του.

Είχαν μακρυνή συγγένεια και επειδή ο απλός, ο απονήρεφτος Άνθιμος δεν τον εγνώριζε, εφιλιώθηκε μαζί του. Αυτό στην αρχή, οπού ο παππά Συνέσιος φορούσε προσωπίδα και δεν εφαινότανε ποιος είνε στ' αλήθεια, οπού εμπορούσε να γελάση εκατό σαν τον Άνθιμο, τον απλό και απονήρεφτο. Σε λίγο καιρό, κάποιος κάτι είδε και κάτι είπε σιγά σιγά, σκεπαστά ακόμα, όπου ο Άνθιμος είδησι δεν είχε.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν