United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί λημέριαζαν οι αντρειωμένοι, ρίχνανε το λιθάρι, πάλευαν για την Πεντάμορφη και της Κάτω γης ο γιος ανέβαινε να χαροκοπήση. Ό,τι πης πράμαθάμα εκεί πάνου ήτανε. Το σπιτάκι βρέθηκε χτισμένο στο σύνορο. Έσμιγε και χώριζε το μετόχι του Ευμορφόπουλου από το μετόχι του Χαγάνου. Η αυλή του έπαιρνε κι από τους δυο.

Έτσι θρηνούσε, κι' άναψε αχόρταστο 'να κλάμα. 760 Τρίτη η πεντάμορφη αρχινάει Λενιό τα μοιρολόγια «Έχτορα, ο πιο λαχταριστός κουνιάδος της καρδιάς μου, άντρας μου ναι ο θεόμορφος ο Πάρης που στην Τροία μ' έφερε εδώ ... που έτσι ο γιαλός να μ' είχε πνίξει πρώτα!

ΔΑΦΝΙΣ Εκεί που πηγαινώρχεται πεντάμορφη η Νεράιδα, εκείνε πάντα η άνοιξη, πάντα βοσκές, και πάντα απ' τα μαστάρια αστείρευτα τα γάλατ' αναβλύζουν και τρέφουν τα νιογέννητα· μα όταν εκείνη φεύγη, στεγνώνουν και μαραίνονται γελάδες και βουκόλος.

Θα κατεβή η Πεντάμορφη, 'ςτό κάστρο θα σε πάρη, Κι' ό,τι γυρέψης, θα το ιδής φερμένο 'ςτήν ποδιά σου. Χτυπάει εκείνος τ' άλογο και χάνεται 'ςτόν κάμπο. Σαράντα είχε η Πεντάμορφη, σαράντα ακέρηα αδέρφια, Σαράντα καββαλλάριδες, σαράντα παλληκάρια, Που όταν κινούσαν, έτρεμαν βουνά μαζύ και κάμποι. Κάποιο κυνήγι έναν καιρό ξανοίξανε μεγάλο, Και μέσ' ςτο κάστρο επλάκωσαν χιλιάδες βασιληάδες.

Και ρίχνοντας την πρώτη φτυαριά το χώμα έλεγε γελώντας ο νεκροθάφτης: «Μια φορά κ' έναν καιρό ήτανε ένα αγαπημένο αντρόγυνο....» Την ώρα που λιγοθυμάει το φως πάνω στα νυσταγμένα τα λουλούδια και στα κοιμισμένα τα νερά, βγαίνει από το παλάτι της η Πεντάμορφη.

Λοιπόν, ο Δούκας έχει μια κόρη, μια πεντάμορφη κόρη, κι' ο κόμης ήθελε να την πάρη γυναίκα. Αλλά ο πατέρας της αρνήθηκε να τη δώση σ' ένα υποτελή, κι' ο κόμης Ριόλ θέλησε να την πάρη δια της βίας. Πόσοι και πόσοι σκοτώθηκαν γι' αυτή τη δουλειάΡώτησε ο Τριστάνος: «Ο Δούκας Χόελ μπορεί ακόμη, βαστάει τον πόλεμο; — Με μεγάλη δυσκολία, Άρχοντα.

Άλλη μια θα γυρίσουμε και θα φανή το χωριό, λέει ο νωνός του Παυλή. Βγήκανε δεν βγήκανε από το λαξευτό το δρόμο, και ξεφυτρώνει μπροστά τους πεντάμορφη θέα.

Αυτή η ιστορία εξακολουθούσε χρόνια και χρόνια. Είταν ακόμη νεια η κάκω η Μήτραινα, όταν, χήρα πεντάμορφη και πεντάρφανη, ξεκίνησε τον μονάκριβο της τον Γιάννη για την έρημη την Ξενιτειά.

Και τα λουλούδια δεν ξυπνήσανε τριγύρω από την αγάπη τους και οι πεταλούδες δεν πετάξανε από τα μαλλιά της. Την ώρα που γεμίζουν τα νερά της λίμνης από ροδόφυλλα, ήλθε ο μάγος λεβέντης και φίλησε την Πεντάμορφη. Και ο καθρέφτης των νερών χωρίς ραγισματιά καθρέφτισε το φίλημά του και οι νυμφαίες κρύψανε τα χείλια τους.

» Έβγα, Κυρά πεντάμορφη, και Κορασιά του Πύργου! » Έβγα στο παραθύρι σου το σιδηροφραγμένο, » Για να με ιδής πως έρχομαι γυναίκα να σε πάρω, » Γιατ’ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι