Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
— Όρε, Ταχίρ Γιάτση! αυτού ήσαι ορέ;. . . εφώναξεν αίφνης, καταφθάσας ο Ζάχος. — Εδώ — για! απήντησε βροντώδης φωνή από του εχθρικού προχώματος. — Έβγα, ορέ, να πολεμήσουμε οι δυο· τα παλληκάρια δεν κρύβουνται 'στο μετερίζι. — Και ποιος ήσαι συ, μωρέ; — Είμ' ο Σπαθόγιαννος!. . Hκούσθη βόγγος, βόγγος βαρύς ωσεί λέοντος ενοχλουμένου εν τη ραθυμία του, από του εχθρικού προχώματος.
Έβγα! — Μία, δύο· — ώρα να γείνη το πράγμα... Ο Άδης είναι σκοτεινός ! ... Εντροπή, άνδρα μου, εντροπή! Στρατιώτης, και να φοβήσαι! Τι σε μέλει αν το μάθουν; Ποίος θα τολμήση να μας ζητήση λόγον;... Αλλά πού ημπορούσε κανείς να το φαντασθή, ότι ο γέρος είχε μέσα του τόσον αίμα! ΙΑΤΡΟΣ Το ήκουσες τούτο; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Ο Θάνης του Φάιφ είχε γυναίκα.
Και της έταξε, λέει, ο Κωσταντής πως ό,τι κακό κι αν τους έρθη, θα πάη αυτός να τη φέρη πίσω, κ' έτσι σύχασε, λέει, η καρδιά της. Ως τόσο ακούγω σύρτα φέρτα από τώρα μες στην αυλή τους. Περμ. Χμ! Έβγα τρέχα μην τύχη και σε ξεχάσουν, που ψυχή δεν αφίνεις απείραχτη μες στη γειτονιά. Τρέχα, και τα λαχτάρησε η κερά Δέσπω τα μούτρα σου. Άλλη έννοια, βλέπεις, δεν είχε κι άλλη χολή τέτοια μέρα. Πιπ.
» Έβγα, Κυρά πεντάμορφη, και Κορασιά του Πύργου! » Έβγα στο παραθύρι σου το σιδηροφραγμένο, » Για να με ιδής πως έρχομαι γυναίκα να σε πάρω, » Γιατ’ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι!»
Έβγα να βόσκης πρόβατα μαζί μου στο λιβάδι, ν' αρμέγης γάλα και μ' αυτό χλωρό τυρί να πήζης μ' εκείνη την τραχειά πιτυά που θε να ρίχνης μέσα. Μένα μου φταίγ' η μάννα μου κ' εγώ μαζί της τάχω, που ενώ με βλέπει πιο αχαμνό μέρα με την ημέρα, ποτέ δε σου ξεστόμισε λόγο καλό για μένα.
Αν πέταξε η ψυχή σου εκεί που ζωντανού δε φτάνει φωνή, ο πόνος αυτός που με δέρνει ας γίνη ψυχή σου, να ζωντανέψης και νακούσης το παρακάλιο της μάννας σου. Έβγα να σου φυσήξω ζωή με τους στεναγμούς μου, να σπαρταρήξ' η νεκρωμένη καρδιά σου, να φρίξη ο νους σου, πουλί να γίνης πετάμενο και να φέρης από τα ξένα την αδερφή σου. Συνέσ.
Και τρέχοντας σα ζάρκαδος στο μαγεριό φώναξε: — Γριά! έβγα να ιδής το θάμα, γριά! Η κυρά Πανώρια έφτασε, ο Δημητράκης! έβγα να ιδής· οι Μορφόπουλοι στο φτωχικό μας!... — Θε μου και Κύργε μου! αλήθεια; είπε η γριά, κάνοντας το σταυρό της. — Αλήθεια! και ρωτάς ακόμα, μωρή κατσίκα; δεν ανοίς τα στραβά σου να ιδής; είπε δίνοντας της μια τσιμπιά στο μηρί. — Ωχ! έκαμε κείνη σαλτάροντας από τον πόνο.
— Μα γιατί σε κλέβω, βρε αδερφέ· ψέμματα είνε πως σε δάνεισα; — Με δάνεισες; το ξέρω πως με δάνεισες· με δάνεισες ναι! — Δεν είχαμε συμφωνία να μου τα δώκης στα έβγα του χρόνου; — Ναι, στα έβγα του χρόνου· το θυμάμαι. — Και πέρασαν δυο χρόνια· ή όχι; — Ναι, πέρασαν δεν τ' αρνιέμαι. Μα ό,τι κάνεις δεν το κάνεις από λόγου σου. Μπορούσες να περιμένης ακόμα.
ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ Ναι, ο νους των όμως είναι κλεισμένος. ΙΑΤΡΟΣ Τι κάμνει τώρα; Ιδέ την πώς τρίβει τα χέρια! ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ Το συνειθίζει· — ωσάν να πλύνεται· — την είδα να το κάμνη αυτό δι' εν τέταρτον της ώρας, χωρίς να παύη. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Έχει ακόμη κηλίδα! ΙΑΤΡΟΣ Άκουε, ομιλεί. — Θα γράψω όσα ειπή διά να τα ενθυμούμαι καλλίτερα. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Έβγα, κηλίς κατηραμένη!
Έβγα να ιδής πώς έρχονται γλυκά ζευγαρωμένα Ο Ήλιος ο περίφανος και το λαμπρό Φεγγάρι... Ο Ήλιος είν’ ο Γάννος σου και το Φεγγάρι η Μάρω! Παύουν ευτύς τα κλάματα, τα μαύρα μυρολόγια, Και βγαίνει η μάννα πεταχτή, τρελλή πο τη χαρά της, Και δέχεται στην αγκαλιά τ’ αγαπητά παιδιά της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν