United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι ούτε άλλου κανενός σώματος ούτε ζωντανού ούτε αποθαμμένου βλέπει την ψυχήν, αλλ' υπάρχει μεγάλη πιθανότης ότι το γένος αυτό επλάσθη απολύτως απρόσιτον εις όλας τας αισθήσεις του σώματος, και μόνον με τον νουν είναι νοητόν, επομένως και ημείς μόνον με τον νουν ας σκεφθώμεν το εξής. Τι πράγμα;

Ενώ η Κώσταινα βρίσκονταν μοναχή της, με τες σκέψες της και με όσα της θύμιζαν τα σαράντα χρόνια του ζωντανού ξεχωρισμού, κι' η λειτουργιά είταν στο «&εξαιρέτωςανοίγει απ' έξω η θύρα της εκκλησιάς και μπαίνει μέσα με βαρυά πατήματα άνθρωπος ψήλος και δασύς, ηλικίας πενήντα χρονών και παραπάνω, με φορέματα ξενιτεμένου, κι' από τη θύρα πώμενε πίσω του μισογυρισμένη μπήκε και το φως της ημέρας, που άρχισε να ξανοίγη, κι' ακούστηκε το λάλημα του κυπριού «τριγκ... τριγκ... τριγκκκκ».

Και ο Κρυστάλλης κατέγεινε και ησχολήθη ουχί εις διάπλασιν γλώσσης ως επεθύμει ο κ. εισηγητής, αλλά εις την απεικόνισιν του ζωντανού του ποιητικού, του αισθητού Ηπειρωτικού βίου. Το έργον αυτού υπήρξε σπουδαιότερον· διότι δεν επρόκειτο να φαντασθή και πλάσση ανύπαρκτα ούτε να παραλάβη εκ ξένης φιλολογίας γεγονότα και τα ενδύση φουστανέλλαν.

Αν πέταξε η ψυχή σου εκεί που ζωντανού δε φτάνει φωνή, ο πόνος αυτός που με δέρνει ας γίνη ψυχή σου, να ζωντανέψης και νακούσης το παρακάλιο της μάννας σου. Έβγα να σου φυσήξω ζωή με τους στεναγμούς μου, να σπαρταρήξ' η νεκρωμένη καρδιά σου, να φρίξη ο νους σου, πουλί να γίνης πετάμενο και να φέρης από τα ξένα την αδερφή σου. Συνέσ.

Μα κάτσε κι' άρχισε να τρως, γιατί οι θεοί προσμένουν, 95 και θαν τα πω εγώ σ' όλους τους τι μας μηνάει ο Δίας, άσκημες μας μηνάει δουλιές, που δε θαρρώ θ' ανοίξουν την όρεξη όντου ζωντανού, ούτε θεού ούτ' ανθρώπου, τώρα αν ακόμα μ' ήσυχο κεφάλι τρώει κανείς τους

Όταν ανήλθον επί του καταστρώματος, έτριβον κ' επανέτριβον τους οφθαλμούς μου, έκθαμβος προ του πανοράματος εκείνου του ζωντανού, το οποίον ξετυλίσσετο ευφρόσυνον ενώπιόν μου.

Τα διο σου μάτια εδιάλεξε καθήστρα για κυνήγι, Κι' από τ' εκείνα την πληγή οπού βαστώ μ' ανοίγει· Τα διο σου μάτια, κόρη μου, που άντα στρυφογυρίζουν, Θάνατο δίνουν ζωντανού, νεκρού ζωή χαρίζουν. Πιος είναι στην αγάπη σου, γλυκή ματιά σου φτάνει Να βρη οχ το χάρο γλυτρωμό, και να μην απεθάνη. Πιος στην οργή σου βρίσκεται, και θέλεις να το νιόση, Μια κακιομένη σου ματιά μπορεί να τον σκοτόση.