United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μοναχά η Κώσταινα, η νυφοκόρη του χωριού, δεν ανακατεύτηκε στες κουβέντες, αλλά στέκονταν κοντά στην εικόνα της Παναγιάς, την παρακαλούσε μέσα πο τα φυλλοκάρδια της να κάνη το θάμα της, και να φέρη τον Κώστα της, που έλειπε σαράντα χρόνια στην Ξενιτειά.

Ο ξένος είχεν ακούσει, ότι η Κώσταινα είταν ξενιτεμένη πολλά χρόνια, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά, ακούοντας τώρα, ότι την έλεγαν και Κώσταινα, και τον προύχοντα να φωνάζη «τα σχαρήκια... » κοντοστάθηκε λίγο, κλονίστηκε, σαν κυπαρίσσι, που τώχει κόψει τες ρίζες του ο ξυλοκόπος, άφησε από τα χέρια του το καπίστρι του μουλαριού, γονάτισε και σωριάστηκε κατά γης, ψηλά στο χιόνι.

Ο προύχοντας πήρε αυτά τα δυο σημάδια, δηλαδή το χλιμήτρημα του μουλαριού και τα πηδήματα του σκυλλιού για καλόν οιώνα, και φώναξε δυνατά: — Τα σχαρήκια, Κώσταινα...

Βλέποντας τούτο ο προύχοντας σκιάχτηκε και φώναξε μ' όλα τα δυνατά του: — Τρέξ' όξω, σκύλλα Κώσταινα, με τη βουτσέλλα, λιγοθύμησ' ο ξένος!... Η Κώσταινα πετάχτηκε ξυπόλυτη έξω, κρατώντας στα χέρια της τη βουτσέλλα γεμάτη νερό κι' άρχισε να την χύνη στο κεφάλι του ξένου.

Εκεί μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς θυμώνταν η καημένη η Κώσταινα τα λόγια, πούχε μέσα του Κώστα της το γράμμα, που έγραφε στους γοναίους του να προσέχουν τη νύφη τους και να μην τη μαλλόνουν.

Κι' είσαι άγγιχτη ακόμα; Είπε μια, η πλειο περίεργη. — Ντίπου άγγιχτη! απολογήθηκε η Κώσταινα. Μα τον Θεό, και μα την πίκρα της Ξενιτειάς! Όταν παντρευτήκαμαν, εγώ είμουν δέκα πέντε χρονών, κι' εκείνοςνάσκαζαείταν δώδεκα μοναχά. Δεν τάχε κι' αυτά σωστά ακόμα, και δεν ήξευρε τίποτε από τα εγκόσμια.

Τι να σας πω, μωρές τσιούπρες, είπ' η Κώσταινα, και στάθηκε κι' ακκούμπησε σ' ένα μεγάλο λιθάρι, για ν' ανασάνη. Αλήθεια σαράντα χρόνια έχω ξενιτεμένη, σαράντα χρόνια έχω, που καρτεράω να ισκιώσ' η θύρα μ', κι' αυτή η έρμη η μέρα δε φαίνεται νάρθη, αλλά δεν απελπίζομαι . Και λέγοντας αυτά τα λόγια, αναστέναξε μες από τα φυλλοκάρδια της, και σηκώθηκε να τραβήση τον δρόμο.

Εξ αιτίας απ' αυτό αναγκάστηκε να το ειπή με άλλα λόγια. Άμα ήκουσε τα λόγια αυτά η Κώσταινα, τάχασε ολότελα. Δεν ήξερε τι έλεγε. Δε μπορούσε να σταθή στα ποδάρια της, ούτε να πάη εκεί που ήθελε. Άλλου ήθελε να πάη, κι' άλλου πήγαινε. Ήθελε να δείξη τη χαρά της με λόγια, αλλά δε μπορούσε να πη τα λόγια, που ήθελε. Στο τέλος της δέθηκε κι' η γλώσσα! Δεν ήξερε τι έκανε.

Άμα είδε αυτό η Κώσταινα, με γληγοράδα ζαρκαδιού μπήκε μέσα στο σπίτι της, για να στρώση κατά γης την καλή της την πρόκοβα και να ρίξη το πλουμισμένο προσκέφαλο. Ο προύχοντας κοντοστάθηκε λίγο στην αυλή, και θεώρησε ανάγκη να δικαιολογήση την επίσκεψη αυτή: — Ας σταθούμε, του είπε, μια στιγμή σ' αυτή τη φτωχή.

Αυτά τα δύο πράμματα: το γράμμα και το φέσι είταν τα μόνα με την κασσέλλα, που πρωτοσκέφτηκε η Κώσταινα να γλυτώση στην επανάσταση του 1854, τότε που τα σπίτια μαζύ με το βιο όλου του χωριού έγειναν φλόγες.