Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Μας τόχει πη εμάς ο γιατρός• τον αρώτησε η αδερφή μου- Σαν άκουσ' έτσι η Βεργινία πάγωσε όλη· ο λάρυγγας της έκλεισε· τα μάτια της ανοίξανε διάπλατα, θόλωσαν, οι βολβοί γυρίσανε μέσα και φάνηκε όλο τασπράδι. . και σωριάστηκε χάμω, άσπρη σαν το σεντόνι, απάνω στο σωρό των σκουπιδιών που έλαμπαν- Έμπηξε η Κερ-Αριστείδαινα τις φωνές και βγήκε η αδερφή της με τις κόρες της κ’ έτρεξαν και κάτι άλλες γειτόνισσες και τη μπάσανε σπίτι της και με τριψίματα και ξύδια, έπειτα από κάμποση ώρα, τη συνεφέρανε.
Και σήμερα σαν επερνούσε η συνοδεία σου απ' το κάστρο, η κλέφτρα η μάγισσα σκαρφάλωσε στα σίδερα της φυλακής, να ιδή τον βασιλέα που περνούσε. Το κρίμα της την έπνιξε στο λαιμό. Και σα σ' αγνάντεψε στο άλογό σου απάνω, ποιος ξέρει τι της ήρθε. Έβαλε στριγγή φωνή και κάτω από τα σίδερα σωριάστηκε στο χώμα. Ο νέος ο βασιλιάς τινάχθηκε σα λαβωμένο ζαρκάδι. — Σύνωρα, είπε, θέλω να την ιδώ!
Η Αμινά έπαιξε μερικές συγχορδίες και μετά ξεκίνησε ένα τραγούδι, που το τραγούδησε με τόση ζέση που καταβλήθηκε, και σωριάστηκε προσπαθώντας να αναπνεύσει σε ένα σωρό από μαξιλάρια, και άνοιξε το φόρεμα της για να πάρει λίγο αέρα. Με έκπληξη όλοι είδαν ότι ο λαιμός της αντί να είναι λείος και άσπρος όπως το πρόσωπό της, ήταν γεμάτος ουλές.
Έβγαλε το λαρύγγι του. — Μοσχαδώ, άνοιξε, σου λέω. Κακιωμένη είσαι πάλε. Άνοιξε. Η φωνή του είχε γίνει τρυφερώτερη, λιγωμένη: — Άνοιξε, Μοσχαδώ. Τίποτε. Το σκυλί μονάχα έτρωγε το ξύλο με τα δόντια του. Γαβ! Γαβ! Ο γέρος άρχισε τα κλάματα. Σε λίγο σωριάστηκε κάτω στο χώμα. Πηδήματα βαρειά ακούστηκαν από μακρυά στο καλντερίμι. Ο Μπαρμπα- Δημητρός ανασήκωσε το κεφάλι και ξανάπεσε πάλι.
Κι' ως στο πυργί σαν έφτασε κι' ως στων αντρών τον κύκλο, ρήχνει τα μάτια ... στέκεται... και βλέπει ομπρός στη χώρα που κατά γης τον έσερναν και που γοργά τα ζώα τόνε τραβούσαν ξέγνιαστα προς το καραβοστάσι. 465 Νύχτα τα μάτια σκοτεινή της σκέπασε, και πίσω σωριάστηκε, μες στο λαιμό τής πιάστηκε η ανάσα, κι' έρηξε αλάργα τη λαμπρή δεσιά οχ την κεφαλή της — στεφάνι και χρυσόχτενο κι' ωριοπλεμένο δίχτυ — κεφαλοδέτη πούλαβε απ' τη χρυσή Αφροδίτη, 470 τη μέρα νύφη ο Έχτορας π' από του Αητιού τον πύργο την πήρε αφού της χάρισε μύρια στολίδια πλούσια.
Ο ξένος είχεν ακούσει, ότι η Κώσταινα είταν ξενιτεμένη πολλά χρόνια, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά, ακούοντας τώρα, ότι την έλεγαν και Κώσταινα, και τον προύχοντα να φωνάζη «τα σχαρήκια... » κοντοστάθηκε λίγο, κλονίστηκε, σαν κυπαρίσσι, που τώχει κόψει τες ρίζες του ο ξυλοκόπος, άφησε από τα χέρια του το καπίστρι του μουλαριού, γονάτισε και σωριάστηκε κατά γης, ψηλά στο χιόνι.
Καθώς έκανα να σηκωθώ σηκώνει το πόδι του και με ματακλωτσάει στο κεφάλι. — Να μάθης, παληόγερε, να κλέβης τα ξένα ροκανίδια. Έχασα τον κόσμο από μπροστά μου. Τινάχτηκα απάνω σαν το θηριό. Κ' εγώ δεν ξέρω τι έγινε. Τραβάω το μαχαίρι και του το μπήγω στην καρδιά. Ένα μαχαίρι τόσο δα. Το ψωμάκι μου έκοβα με δαύτο μια ζωή. Το ψωμάκι. Του τώμπηξα στην καρδιά. Σωριάστηκε χάμω το θηρίο.
Το παιδί χτύπησε το μουλάρι του για να φτάση το ξεμακρυσμένο καρβάνι, κι' ο πατέρας σωριάστηκε στο πεζούλι του χανιού, κι' άρχισαν να τρέχουν τα μάτια του, σα βρύσες.
Χάμου εκεί πέρα ο Έχτορας σωριάστηκε στις σκόνες, 330 κι' έσκουξε του Πηλέα ο γιος περήφανα από πάνου «Έχτορα, εσύ ίσως έλεγες, σα μούσφαζες το βλάμη, δεν έχει φόβο, θα σωθείς, τι έτυχα εγώ μακριά σου... Άμιαλε! πίσω ξοφλητής στα βαθουλά καράβια καρτέραε ένας πιο γερός, εγώ που εδώ με βλέπεις, εγώ που σ' έσφαξα.
Σύγκαιρα το πελώριο άγαλμα έγυρε ζερβά, εθρυμμάτισε τη μια βιβλιοθήκη και σωριάστηκε με το λάτρη του στο πάτωμα. Σείστηκε το σπίτι συθέμελο. Οι τραπεζοκαθισμένοι πήδησαν χλωμοί από το φόβο τους. Ο Δημητράκης με τον Αλαμάνο τρέξανε πρώτοι στο γραφείο. — Α!... μια γάτα, μια γάτα!... φώναξε ο σοφός, πισωπατώντας στην πόρτα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν