United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' η ωραιοτέρα αίθουσα είνε εκείνη την οποίαν ευρίσκει κατόπιν ο εισερχόμενος, όπου δύναται να στέκεται ή να κάθηται ευχαρίστως και να παραμείνη επί πολύ χωρίς φόβον και να επιδοθή εις εγκυλισμούς ωφελιμωτάτους. Και αυτή αποστίλβει ολόκληρος από Φρύγιον μάρμαρον. Μετ' αυτήν υποδέχεται τον εισερχόμενον ο θερμός διάδρομος, ο οποίος είνε στρωμένος με Νομαδικόν λίθον.

Φτάνει το κράτος να ζει, να στέκεται στα πόδια του, να μπορεί να έχει τη θέση του ανάμεσα στα τόσα άλλα κράτη. Δεν μπορεί να τα παραγνωρίσει αυτά η τάξη που κυβερνά, γιατί αλλοιώς δε στέκεται. Η διαφορά μεταξύ σένα, κ. Αλλά η διαφορά μεταξύ των δυνώ μας, είναι, κ.

Η Ζωή της Λιόλιας έπιασε άλλο δρόμο τώρα άλλαξε το σκοπό της τον τραγουδιστό. . Η ζωή είναι τραγούδι που σβύνει- Η ζωή είναι ποτάμι που κυλά. . . Πως τρέχει ένα νεράκι πούρχεται απ’ το βουνό ήσυχο και κελαϊδιστό και στέκεται και βλέπει τον ήλιο και σιγοκυλάει μέσ’ απ’ τον κάμπο και γλυκοκουβεντιάζει με τα λουλούδια που το χαιρετούν κι έξαφνα φθάνει στην άκρη ενός γκρεμού και πέφτει αφρίζοντας σε δάκρυα βουερά κάτω σε μια λίμνη κοιμισμένη και χάνεται στασάλευτά της βάθη τα μαυροπράσινα ;-πώς κάνει φτερά το τραγούδι της ψυχής που λαχταρά και πετιέται κυματιστά πάνω απ’ τα σχοίνα και τις κορφές των πεύκων και πάνω απ’ τα κίτρινα σπαρτά σαν τη σιταρίθρα και άξαφνα βγαίνει ένα σύννεφο μπροστά στον ήλιο της ζωής και το τραγούδι μουντώνει και γίνεται βαρύ κι αργό με τη φωνή γονατισμένη ; -έτσι και της Λιόλιας η ζωή τώρα μονομιάς απ' τη βουή του πόνου έπεσε σε βάθη κοιμισμένα- έτσι και το τραγούδι της ζωής της απ’ τον ήσκιο βάρυνε, μούντωσε και τσάκισε Απ’ την ημέρα που ξαναπάτησε το πόδι της στην κάμαρη πούχε πεθάνει η Βεργινία, σκοτείνιασ' η ψυχή της: ζούσε σα μέσα σε κάποιον από 'κείνες τις συννεφιασμένες νύχτες, τις ασάλευτες και ναρκωμένες, με περίχυτο ένα φως χλωμό απ’ το πνιγμένο το φεγγάρι. . . Κ’ έτσι πέρασε η ζωή της εφτά μήνες χωρίς να βγη απ’ αυτό το ησκιόφωτο. . κάτω απ’ το παντοτεινό πέπλο το συννεφένιο η θλιμμένη αποφεγγιά του βάραινε περισσότερο την ψυχή της παρά νάκανε σκοτάδι- Αυτό το συννεφένιο πέπλο ήτον ο ήσκιος της Βεργινίας Κι όπως ανοίγουν που και που τα νέφελα και φαίνεται το φεγγάρι που ταξιδεύει λυπημένο κι αμίλητο σ' ένα πέλαγος έρημο, πίσω απ’ ασημένια αέρινα βουνά κι αυτά πάλι κλείνουνε στο διάβα του και το πνίγουν-έτσ' ήτον και τις λίγες φορές που κουνήθηκε η ψυχή της απ' τη νάρκη ναναλάμψη σε χαρά η θλίψη.

Ο Ρένας τον άρπαξεν από τον ώμο όπως αρπάζουνε τον ένοχο πάνω στη σκηνή. — Στέκεται στα πόδια του ο κόσμος; — Ου! Καλά. — Οι άνθρωποι; Οι γυναίκες; Οι γυναίκες προ πάντων! — Ναι και οι γυναίκες. — Και είναι ώμορφες ε; Πολύ ώμορφες; — Ώμορφες, λέει; Γιατί, δεν τις ξέρεις; — Τώρα πεια!

Τώρα τα μάγια μου είν' όλα χαλασμένα, και δεν έχω παρά τη δική μου δύναμη, και αυτή είναι ολίγη. Τώρα είναι βέβαιο ότι στην εξουσία σας στέκεται να με περιορίσετε εδώ ή να με στείλετε στη Νεάπολη. Αφού εξανάλαβα τη δουκαρχία μου, και εσυγχώρεσα τον επίβουλο, ας μη με κλείση εις τούτο το γυμνό νησάκι η μαγεία σας· αλλά λύστε με με τα καλά σας χέρια.

Τη δείχνει, ορθή που στέκεται, κορμί πανώριας κόρης, Οπώχει σκόρπια τα μαλλιά και χαλασμένες πλέξες, Οπώχει κόρφους ανοιχτούς, πώχει ποδιά λυμένη Και στα ρουτιά τα κεντιστά και στα μαλλιά τα μαύρα Μυρτιάς, αρείκης θυμαριού κλωνάκια σκαλωμένα. Τη λέγουν «Χρύσω» οι πιστικοί που γύρω εκεί σταλίζουν.

Τότε λοιπόν το ον δεν είναι το κοινόν εξαγόμενον της κινήσεως και στάσεως, αλλά κάτι άλλο διάφορον από αυτά. Θεαίτητος. Έτσι φαίνεται. Ξένος. Επομένως συμφώνως με την ιδικήν του φύσιν, το ον ούτε στέκεται ούτε κινείται. Θεαίτητος. Σχεδόν. Ξένος. Τότε λοιπόν πού πρέπει πλέον να στρέψη κανείς την σκέψιν του, εάν θέλη να επιτύχη ασφαλώς σαφή γνώμην περί αυτού διά τον εαυτόν του; Θεαίτητος.

Παντού όπου ξεδιπλώνεται κάποιος, νεόφερτος ή γέρικος, πολιτισμός, πολεμώντας να γλυτώση από το σφιχταγκάλιασμα κάποιου βαρβαρισμού και μπροστά να πάη, παντού όπου κάποια συνείδηση θα ξυπνά και θα βλέπη πως η γυναίκα― αποτέλεσμα κατάντιας μακρών αιώνων ―δε στέκεται στον τόπο που της αξίζει.

Τότε ο Δυσσέας, βλέποντας το φίλο σκοτωμένο, ανάφτει, και τους μπροστινούς λαμπρά χαλκοπλισμένος 495 περνάει, και τρέχει στέκεται σιμά σιμά, και ρήχνει τηρώντας γύρω. Κώλωσαν οι Τρώες μόλις είδαν κάπιον που ρήχνει.

Είδος λησμοβότανο είναι κι αυτό, γιατί σε κάνει και λησμονάςτο &εγώ& σου. Το &εγώ& στέκεται μέσα στην καρδιά του Ρωμιού πιο αψηλά από τους θεόρατους αυτούς μιναρέδες. Τις βλέπεις εκείνες τις αμέτρητες τις στέγες κατά το Φανάρι, το Σκούταρι, όπου κι α ρίξης ματιά; Καθεμιά τους σκεπάζει κι απόνα &εγώ&. Αυτό το &εγώ& τίποτις άλλο δε συλλογιέται μέρα και νύχτα παρά την πέτσα του.