Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Και τόρα τι θα κάμωμεν, μα τον Δία; Άραγε θα πιστεύσωμεν αβασανίστως ότι πραγματικώς δεν υπάρχει καμμία κίνησις και ζωή και ψυχή και φρόνησις εις το ον, ούτε ότι ζη αυτό ούτε ότι σκέπτεται, αλλά ότι είναι σεβάσμιον και αγιασμένον, χωρίς να έχη νουν και ότι στέκεται ακίνητον; Θεαίτητος. Πραγματικώς θα ήτο τρομερόν να το παραδεχθώμεν αυτό. Ξένος.
Και πρώτο πρώτο στο μέγεθος, στη λαμπρότητα και στην αθανασία στέκεται ως τα σήμερα περήφανος και μεγαλόπρεπος ο ναός της Άγιας Σοφιάς, το καμάρι κ' η ελπίδα της ρωμιοσύνης· που καθώς οι εικόνες του, οι σταυροί του και τα μοιράσματά του στέκουνται σημάδια της χριστιανικής θρησκείας, έτσι κ' οι τρούλλοι του, οι θόλοι, οι καμαρωτές οι κολώνες, τα μυριόπλουμα ψηφιδώματα και τάλλα πολύτιμα του στολίδια μνήσκουνε θεόρατα και θεόλαμπρα σημάδια της μεγαλοπρέπειας και της δυναμωσύνης που ξεπρόβαλε από την ξαναζυμωμένη και την ξαναχυμένη αυτή φυλή, που ζωή της και δόξα της στάθηκε τανακάτεμά της με ξένα στοιχεία, και μάλιστα στοιχεία βαρβαρικά, στοιχεία του χύσανε ζωή και δύναμη μέσα στην ομορφιά, τη χάρη και τη νοημοσύνη.
Περνάει την κακοτοπιά, φτάνει στο μονοπάτι, Ξεδένει το κοντάρι του, στέκεται, ξανασαίνει, Κι’ αφού ξανάσανε καλά κι’ ήρθε στα συγκαλά του, Κινάει για ύστερη φορά, σαν αστραπή τρεχάτος, Και βρίσκεται μπρος στης σπηλιάς τη φοβερή τη θύρα, Και στου στοιχειού τ’ ανίλεου το μανιωμένο στόμα.
Ψηλά στην πρασινοστόλιστη ταράτσα ολόρθη, αχνή και λυπημένη στέκεται η κόρη σαν ολοζώντανο μάρμαρο του Παράπονου, με καρφωμένα τα ματάκια της απάνω του.
Αυτά δεν τα ανέφερα διά να γελάσωμεν, αλλά διά να σου δείξω ότι και λαοί ολόκληροι αποδίδουν μεγάλην σπουδαιότητα εις την ορχηστικήν και δύνανται να κρίνουν ορθώς τα καλά και τα ελαττώματα αυτής. Έπειτα πρέπει πάντως να είνε ευκίνητος ο χορευτής, να έχη το σώμα χαλαρόν και συγχρόνως στερεόν, ούτως ώστε να λυγίζεται όταν είνε ανάγκη και να στέκεται αλύγιστον οσάκις πρέπει.
Γιατ' είνε, οπού λες, θαμαστή ιστορία ετούτη· κ' είν' αληθινή ξεστόρηση, που δεν τη βρίσκεις στα χαρτιά και δεν τη γράφουν τα βιβλία. Κ' είνε οπού τη λέμε μεις ιστορία, και τη λέει παραμύθι ο κοσμάκης. Μα είνε ένα πράμα που γυρίζει ο νους ναν τακούση, και στέκεται το μυαλό ταθρώπου. Κ' εγώ σου λέω πως δεν είνε παραμύθι και δεν είνε ξεστόρηση.
Και πάει κοντά της στέκεται και της λαλεί διο λόγια «Ήρα, για πού με το καλό; Και στο βουνό γιατί ήρθες τόσο άξαφνα; Όμως άμαξα δε βλέπω νάχεις κι' άτια.» Τότες του λέει με διαβολιά η αφροσάρκωτη Ήρα 300 «Να, πάω να δω τα πέρατα της γης, και τη μητέρα Τηθύνα και τον Ωκιανό, πηγή των ουρανήσων, που μ' είχαν πάντα τους μικρή κι' ανάθρεφαν με χάδια.
Τον Αγαθούλη και τον Κακαμπό πρώτα πρώτα τους αφόπλισαν· τους πήρανε τα δυο τους ανδαλούσια άλογα. Έπειτα τους οδήγησαν ανάμεσα σε δυο σειρές στρατιώτες. Ο διοικητής στέκεται στην μιαν άκρη με τον τρικέρατο σκούφο στο κεφάλι, με το ράσο ανασηκωμένο, το σπαθί στο πλευρό, το κοντάρι στο χέρι. Έκαμε ένα σημείο· αμέσως εικοσιτέσσερις στρατιώτες περικυκλώνουν τους δυο ξένους.
Ναρκωμένη, αναίσθητη, στέκεται προ αβύσσου· το παν είναι σκότος γύρω της, καμμία ελπίς, καμμία παρηγορία, καμμία προσδοκία! γιατί την άφησεν εκείνος εις τον οποίον μόνον αισθανότουν την ύπαρξίν της.
Έπειτα φτάνει γλήγορα στ' αρχοντικό του σπίτι, 370 μα μέσα δεν την πέτυχε την όμορφη Αντρομάχη, μόνε στον πύργο είχε ανεβεί με την αφράτη βάγια και το παιδί, κι' έκλαιγε εκεί με πόνο και βογγούσε. Και σα δε βρήκε πουθενά το λατρεφτό του τέρι, πάει στην μπασά και στέκεται, και κράζει στις γυναίκες 375 «Για ακούστε, σκλάβες, μια στιγμή και πέστε την αλήθια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν