United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον Αγαθούλη και τον Κακαμπό πρώτα πρώτα τους αφόπλισαν· τους πήρανε τα δυο τους ανδαλούσια άλογα. Έπειτα τους οδήγησαν ανάμεσα σε δυο σειρές στρατιώτες. Ο διοικητής στέκεται στην μιαν άκρη με τον τρικέρατο σκούφο στο κεφάλι, με το ράσο ανασηκωμένο, το σπαθί στο πλευρό, το κοντάρι στο χέρι. Έκαμε ένα σημείο· αμέσως εικοσιτέσσερις στρατιώτες περικυκλώνουν τους δυο ξένους.

Αφού μια φορά στην εκκλησιά, στην πιο ιερή στιγμή που βγαίνουν τα άγια, είχε σκαλώση, με μια καρφίτζα, το φελόνι του από πίσω και ο καϋμένος ο παππά Κύριλλος, ανίδεος, ευγήκε στη μέση του ναού με το φελόνι ανασηκωμένο και ο παππά Συνέσιος εστεκότανε στη θύρα και τον εκαμάρωνε, γνέφοντας δεξιά και αριστερά για να τον δούνε!

Ένα παράσταινε την εικόνα του Χριστού μεταξοκέντητη, με ολόχρουσο φόρεμα, ανασηκωμένο όμως κατά τα πλευρό με τρόπο που να φαίνεται πορφυρένιος χιτώνας, σιμά στα δεξί χέρι που δαχτυλόδειχνε τη Βίβλο καθώς την κράταγε τάλλο το χέρι. Πλάγι του Χριστού στέκουνταν ο Απόστολος Παύλος κρατώντας ραβδί στα χέρι με σταυρό στην απάνω άκρη. Άλλα σκεπάσματα πάλε παράσταιναν τον Ιουστινιανό με τη Θεοδώρα.

Η υπηρέτρια γύρισε στην εκκλησία και κοίταξε μήπως μπορούσε να πει στις κυρίες ότι ο υπηρέτης είχε έρθει, έτσι θα άφηναν ελεύθερο τον παπά Από τη μια μεριά του εξομολογητηρίου όμως στεκόταν η ντόνα Έστερ της οποίας φαινόταν η άκρη από το σάλι να προβάλει σαν μαύρη φτερούγα, και από την άλλη η ντόνα Νοέμι, με την πλάτη πού και πού να τρέμει ελαφρά κάτω από το μαύρο θαμπό ύφασμα και το πόδι της μακρύ και νευρώδες να προεξέχει από το ανασηκωμένο μεσοφόρι.

Ο Έφις έβαλε τους τυφλούς να καθίσουν με την πλάτη στον τοίχο και μπήκε στο ξωκλήσι βαδίζοντας στις άκρες των ποδιών μέχρι που έφτασε στα σκαλοπάτια της Αγίας Τράπεζας όπου ο ντον Πρέντου, γονατιστός και ακίνητος, προσευχόταν με το πρόσωπο ανασηκωμένο, με τα μαλλιά του γαλαζωπά στο χρυσαφί μισοσκόταδο των κεριών, με τη φόδρα από την άκρη του καπότου του να προβάλλει κόκκινη, με το σπιρούνι στο πόδι, όμοιος σε όλα με τους Βαρόνους σε προσκύνημα, όπως τους είχε δει ο υπηρέτης ζωγραφισμένους σε μια παλιά εικόνα της εκκλησίας.