Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Είπ', εξεκίνησ' η θεά, γοργά και αυτός κατόπι• κ' έφθασαντην ομήγυρι, 'ς ταις έδραις των Πυλίων• 30 και αντάμ' αυτού με τους υιούς ο Νέστορας καθόνταν, και ολόγυρά του ευτρέπιζαν οι φίλοι την θυσία, και μέρος κρέατ' έψηναν και μέρος εσουβλίζαν. τους ξένους άμ' είδαν αυτοί, κίνησαν όλοι ομάδι, με ασπασμούς τους δέχθηκαν, τους είπαν να καθίσουν• 35 και πρώτος ο Πεισίστρατος πλησιάζει ο Νεστορίδης, τα χέρια σφίγγει και των δυο, 'ς την τράπεζα τους φέρει, και εις ταις προβιαίς ταις μαλακαίς, 'ς τον άμμο, τους καθίζει, του Θρασυμήδη, του αδελφού, και του πατρός, 'ς τη μέση. και από τα σπλάχνα δίδει τους μερίδαις και γεμίζει 40 χρυσό ποτήρι με κρασί, και χαιρετώντας λέγει της Αθηνάς, της θηγατρός του αιγιδοφόρου Δία•

Οι κυράδες αποκρίθηκαν καλωσορίζοντας τους· ήταν έτοιμοι να καθίσουν, όταν η ματιά τους έπεσε στον βαστάζο, που τα ρούχα του δεν διέφεραν πολύ από τα δικά τους, αν και είχε ακόμα τα μαλλιά που η φύση του είχε δώσει. «Αυτός προφανώς» είπε ένας από αυτούς, «είναι ένας από τους Άραβες αδελφούς μας, που επαναστάτησε εναντίον του μονάρχη μας».

Καλέ άδειαν από τον οικοκύρην . . . έχετε; — Δεν ειξεύρομεν πού είνε ο οικοκύρης· ημείς εστείλαμεν τον αμαξάν μας, και μας είπεν ότι ειμπορούμεν . . . — Α! έτσι; πολύ καλά! Καθίσατε παρακαλώ! Αλλά πού να καθίσουν οι φίλοι! Τα πράγματα ελάμβανον όψιν παράδοξον και ικανώς ανησυχητικήν.

Τα εσφύριξα σιγά διά να καθίσουν να ησυχάσουν και να με περιμένουν. Με άκουσαν κ' εκάθισαν ήσυχα. Επτά ή οκτώ εξ αυτών τράγοι ήσαν κωδωνοφόροι και θα ήκουον μακρόθεν τους κωδωνισμούς των, αν τυχόν εδείκνυον συμπτώματα ανησυχίας. Εγύρισα οπίσω, κατέβην πάλιν τον κρημνόν, κ' έφθασα κάτω εις την θάλασσαν.

Όσην υπακοήν και αν είχαν προς εμέ τα ερίφια, και αν ήκουον την φωνήν μου διά να καθίσουν ήσυχα, ερίφια ήσαν, δυσάγωγα και άπιστα όσον και τα μικρά παιδία. Εφοβούμην μήπως τινά αποσκιρτήσουν και μου φύγουν, και τότε έπρεπεν να τρέχω να τα ζητώ την νύκτα εις τους λόγγους και τα βουνά οδηγούμενος μόνον από τον ήχον των κωδωνίσκων των τράγων!

Ο Έφις έβαλε τους τυφλούς να καθίσουν με την πλάτη στον τοίχο και μπήκε στο ξωκλήσι βαδίζοντας στις άκρες των ποδιών μέχρι που έφτασε στα σκαλοπάτια της Αγίας Τράπεζας όπου ο ντον Πρέντου, γονατιστός και ακίνητος, προσευχόταν με το πρόσωπο ανασηκωμένο, με τα μαλλιά του γαλαζωπά στο χρυσαφί μισοσκόταδο των κεριών, με τη φόδρα από την άκρη του καπότου του να προβάλλει κόκκινη, με το σπιρούνι στο πόδι, όμοιος σε όλα με τους Βαρόνους σε προσκύνημα, όπως τους είχε δει ο υπηρέτης ζωγραφισμένους σε μια παλιά εικόνα της εκκλησίας.

Οι Τούρκοι είχαν σταθή πλησίον της εισόδου και εφαίνοντο περιμένοντες την προσφοράν καθεκλών διά να καθίσουν. Αλλ' όταν τους διέκριναν οι χορεύοντες και οι περί τον χορόν ιστάμενοι, όλα τα πρόσωπα συνωφρυώθησαν. Κρυφομιλήματα ήρχισαν, οι δε νεώτεροι απηύθυναν προς τους Τούρκους βλέμματα απορίας και οργής.

Ο Διονυσιοφάνης τους κρατούσεν όλους να καθίσουν ύστερ' από τη χαρά και στη γιορτή· κ' είχεν ετοιμαστή πολύ κρασί, πολλά ψωμιά, πουλιά του βάλτου, γουρουνάκια γαλατερά, γλυκίσματα λογιών-λογιών· κ' εθυσιάζονταν πολλά σφαχτά στους θεούς τους προστάτες του τόπου.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν