United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και λέγοντας αυτά, άνοιξε μια κασσέλα, έβγαλε τρία ψωμιά και του τα έδωσε, λέγοντάς του: — Σε συμβουλεύω αυτά τα τρία ψωμιά να τα φυλάξης στο δρόμο που θα πας, και να τα πας σπίτι σου απείραχτα. Εκεί, άμα φτάσης με το καλό, κόψε και φάτα με την γυναίκα σου.

Σαν όπως κουβαλάν από το φούρνο τα ψωμιά, κι' όλο μοσχοβολά το σπίτι από την ευωδιά και τη φέτα λαχταρά ζεστή στο στόμα να μασήση, έτσι ριχνότανε κι' η μάννα σου να σε φιλήση, Λεβέντη μου, σαν σ' έβλεπε όλος χαρά να διασκελής την είσοδο.

Αλλ' όταν επάνω εις το βουνόν εσταμάτησα διά να ξεκουρασθώ, άφησα το δισάκκι, και όταν το ξαναπήρα, κατά λάθος τα χρήματα ήσαν εις το πίσω μέρος και εγώ εκράτουν σφιγκτά το εμπροσθινόν με τα ψωμιά. Ω! Τι έπαθα! — Και πού είνε τα χρήματα τώρα! κραυγάζει πάλιν ο αρχιληστής αγριώτερον, μη εννοών. — Θα τα πήραν αι Νεράιδες! επαναλαμβάνει ο Θανάσης.

Κι' αυτός έβαλε τα τρία ψωμιά στο σακκούλι του, φίλησε το χέρι τ' αφεντικού του κι' έφυγε, γυρίζοντας στον τόπο του, στη γυναίκα του, και στο σπίτι του. Στο δρόμο ανταμώθηκε με μια μεγάλη συνοδεία. Έκαναν δύοτρεις μέρες δρόμο, όταν σ' ένα μέρος τους λεν ότι τους καρτερούσαν οι κλέφτες να τους πιάσουν.

Και επειδή εις την πολιτείαν εκυρίευεν ένα είδος λοιμικής νόσου απέθνησκον πολλοί· όθεν σχεδόν καθ' ημέραν εκατέβαζον ένα νεκρόν με ένα ομού ζωντανόν, μετά επτά ψωμιά και το νερόν του· εγώ με τον ίδιον τρόπο τους τα άρπαζα, έπειτα με ένα ξύλον τους έδιδα μίαν ή δύο ξυλιές εις το κεφάλι, και εκείνοι από τον φόβον τους απέθνησκον εν τω άμα.

Όταν έβρασε ο πετεινός και κάθισαν στο τραπέζι να φαν, ο Ξενιτεμένος μας έβγαλε από το σακκούλι του τα τρία ψωμιά, που τούχε δώσει ο αφεντικός του, και κόβοντας τα στη μέση, ηύρε στο καθένα από εκατό φλωριά, ήτοι όλους τους μιστούς των είκοσι ενός χρόνων πούχε δουλέψει! Όταν απόφαγαν, έκαναν το σταυρό τους και πλάγιασαν, ο Ξένος από τη μια τη μεριά και η γυναίκα του από την άλλη, μαζύ με τον νέο.

Ο Ιμάμης του μετζιτίου βλέποντάς τον μίαν ημέραν τον εξέταξεν επάνω εις την θρησκείαν, και ευρίσκοντάς τον ότι ήτο Μουσουλμάνος, του εδιώρισε δύο ψωμιά την ημέραν, με τα οποία αυτός εζούσε πολλά ευχαριστημένος.

Ως τόσον έχοντας το σχοινίον οδηγόν, εγύρισα πίσω μέσα, και επήρα τα ψωμιά και το νερόν, και πάλιν με οδηγόν το σχοινίον εβγήκα έξω, και έφαγα, έπια, και εκοιμήθηκα ανάμεσα εις τους βράχους αναπαυμένος.

Όλες οι παρεκάλεσές μου εστάθησαν ανωφελείς και μάταιες· μάλιστα τότε με κάθε σπουδήν εκατέβασαν το λείψανον της γυναικός μου εις τον τάφον· έπειτα αποχαιρετήσαντές με εκατέβασαν και εμένα εις ένα ξυλοκρέββατον ανοικτό με ένα αγγείον νερόν, και με επτά ψωμιά και μετά ταύτα εσφάλισαν το στόμα του πηγαδιού εκείνου με την μεγαλώτατην πέτραν, με όλους τους θρήνους, κλαυθμούς και οδυρμούς που έκαμνα μεγαλοφώνως.

Αλλά και προς ένα όστις έλεγεν ότι ήτο μάγος και εγνώριζεν εξορκισμούς διά των οποίων ηδύνατο να πείση οιονδήποτε και να λάβη παρ' αυτού όσα ήθελε, Και εγώ, είπεν, είμαι ομότεχνός σου, και αν θέλης, ακολούθησε με εις την αρτοπόλιδα και θα ίδης ότι δι' ενός εξορκισμού και μικρού μαγικού μέσου θα την πείσω να μου δώση ψωμιά, εννοών ότι το νόμισμα είνε ισοδύναμον με εξορκισμόν.