United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα εξηγείται το πώς ο αρχιληστής εγνώριζε τα μονοπάτια και τα βουνά της νήσου και τα του Μοναστηρίου ασφαλώς και βεβαίως.

Ο αρχιληστής, κρατών εκ της χειρός τον τρέμοντα και ημιλιπόθυμον οικονόμον ανήλθε τον τρίτον όροφον, γνωρίζων όλα τα εν τω μοναστηρίω καλλίτερον από πολλούς των μοναχών, κ' έστη ενώπιον του ηγουμενείου, όπου ην και το ταμείον. Εκρότει πενθίμως η μεγάλη κόρδα εκείνη από τα βαρέα πατήματα του ληστού. Εισήλθον. Ήνοιξε το κιβώτιον ευκόλως ο αρχιληστής.

Μετ' ολίγον εμφανίζεται πάλιν ο Θανάσης κατακόκκινος, κρατών μέγα μαύρον τηγάνιον, εν ώ ετσιτσίριζεν ακόμη σπαρακτικώς το έλαιον. — Έχετε εις το ταμείον χρήματα! Εμπρός τα κλειδιά· είπεν ο αρχιληστής. — Τα έχει ο ηγούμενος, γενναιότατε, είπεν ο ρινόφωνος αρχοντάρης. Εμείς δεν γνωρίζομεν. Αλλ' ο αρχιληστής εν γνώσει πάντων λέγει προς τον Θανάση: — Εδώ Θανάση!

Οι δύο άλλοι γέροντες λησταί φθάσαντες προ αυτού είχον ήδη έτοιμον την λέμβον εν τη θαλάσση κατά τας διαταγάς του αρχιληστού, όστις ενεφανίσθη και αυτός μετ' ολίγον, ασθμαίνων. Κατά την βεβιασμένην από του Μοναστηρίου αναχώρησιν, υποπτεύσας ο αρχιληστής ότι θα επροδόθη υπό του δραπετεύσαντος θυρωρού, επανήρχετο εις Κεχρεάν μετά πολλών προφυλάξεων.

Και τωόντι, όταν ο καπετάν-Θοδωρής και αι γυναίκες εθεώντο εν μυστηριώδει εκστάσει τον ανακαλυφθέντα θησαυρόν, θα διήρχετο από έμπροσθέν των ανύποπτος όλως ο αρχιληστής, αν το συμβάν εις τον Θανάσην δεν ηνάγκαζε και αυτόν να παραστρατήση προς το βουνόν.

Ο αρχιληστής ήρπασε πάραυτα τας κλείδας, έλυσε τον δέσμιον οικονόμον και λέγει αυτώ: — Εμπρός! Κ' εξήλθον. — Αχ! ηκούσθη θλιβερά τότε των δεσμίων φωνή, ως ν' απεσπάτο από της ρίζης η καρδία των.

Αλλά τότε ο αρχιληστής παρέμεινεν εις την κορυφήν επί μικρόν, διότι ενόμισεν ότι είδε κίνησιν ανθρώπων, εξερχομένων εκ της κώμης. Είχεν οξύ το βλέμμα ως άγριον πτηνόν. Άλλως η κώμη απείχεν εκείθεν μίαν και ημίσειαν ώραν κατωφερώς.

Εκπλήσσεται και ο Θανάσης. Εκπλήσσονται και οι άλλοι δύο, οίτινες εκωπηλάτουν, οι δύο γέροντες. Ο αρχιληστής έκφρων εκκενώνει το ήμισυ δισάκκιον, και πίπτουσιν οι ξηροί του μοναστηρίου άρτοι, κτυπώντες επί των σανίδων της λέμβου θλιβερώς ως σκληροί λίθοι. Προσέβλεψεν αγρίως τότε τον Θανάσην ο αρχιληστής. Το βλέμμα του έπνεε πυρ και φλόγας.

Ο Θανάσης επλησίασε το τσιτσιρίζον τηγάνιον άνω της κεφαλής του ρινοφώνου αρχοντάρη. — Τα κλειδιά! ωρύετο ο αρχιληστής. Είσαι ο οικονόμος! Σε γνωρίζω. Είσαι ο πάτερ-Σισώης ο δάσκαλος, ο κυρ Σωτηράκης. Επειδή πριν καλογερέψη είχε χρηματίσει διδάσκαλος εν τω χωρίω. Εσύ τα έχεις τα κλειδιά.