United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Θανάσης επλησίασε το τσιτσιρίζον τηγάνιον άνω της κεφαλής του ρινοφώνου αρχοντάρη. — Τα κλειδιά! ωρύετο ο αρχιληστής. Είσαι ο οικονόμος! Σε γνωρίζω. Είσαι ο πάτερ-Σισώης ο δάσκαλος, ο κυρ Σωτηράκης. Επειδή πριν καλογερέψη είχε χρηματίσει διδάσκαλος εν τω χωρίω. Εσύ τα έχεις τα κλειδιά.

Εκπλήσσεται και ο Θανάσης. Εκπλήσσονται και οι άλλοι δύο, οίτινες εκωπηλάτουν, οι δύο γέροντες. Ο αρχιληστής έκφρων εκκενώνει το ήμισυ δισάκκιον, και πίπτουσιν οι ξηροί του μοναστηρίου άρτοι, κτυπώντες επί των σανίδων της λέμβου θλιβερώς ως σκληροί λίθοι. Προσέβλεψεν αγρίως τότε τον Θανάσην ο αρχιληστής. Το βλέμμα του έπνεε πυρ και φλόγας.

Ο Θανάσης είχε τω όντι υπό το προσκέφαλόν του το μέγιστον μέρος των χαρτίνων νομισμάτων, τα οποία είχε φέρει ο Στάθης εκ Βώλουπερί τας ένδεκα χιλιάδας δραχμών.

Τι λες, παιδί μου; Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη η φωνή του Στάθη καλούντος έξωθεν της θύρας·Μάννα! . . . μάννα! . . . — Ποιος φωνάζει; Εσύ είσαι, Στάθη; Και η Ασημήνα προέκυψεν εις το παράθυρον. — Πες του Θανάση, εγώ τώχω το πορτοφόλι, και να ησυχάση. Και αφού είπε τούτο, ο Στάθης απεμακρύνθη. Ο Θανάσης εν μέρει μόνον κατεπραΰνθη. — Γιατί δεν ήρθε μέσα;

Την στιγμήν εκείνην επήλθε παροξυσμός βηχός μετά διαταραχής του στομάχου εις τον φθισικόν. Εν τη παραζάλη και τω θορύβω, κ' ενώ αι δύο γυναίκες προσεπάθουν ν' ανακουφίσουν τον πάσχοντα, ο Στάθης έβαλε την χείρα υπό το προσκέφαλον, ήρπασε το χρηματοφυλάκιον, χωρίς κανείς να τον παρατηρήση, και το έθεσεν ηρέμα εις τον κόλπον του. Είτα ο Θανάσης ησύχασεν.

Ο παπάς έβαλε το δάχτυλο στο στόμα: — Τσιμουδιά, είπε στο ανηψίδι του. Μπόρα είνε και θα περάση. Με την ώρα άνοιξε κ' η πόρτα και μπήκε ο Θανάσης ο Μελαχροινός, ο δεξιός ψάλτης του Ευαγγελισμού, ένας ψηλός, ξερακιανός, μισοκαιρίτης, του Θεού άνθρωπος, καλόφωνος όσο γίνεται και τεχνίτης, που ερχότανε και συντρόφευε κάποτε τα βράδυα τον παπά, κουτσοπίνοντας μαζί του ως τα μεσάνυχτα.

Κατά τους πρώτους χρόνους της αποδημίας του νέου, οι γείτονες και οι φίλοι επείραζον ενίοτε τον πατέρα του·Τώρα θα έχη βγάλη μουστάκια ο Θανάσης, μάστρο-Στεφανή . . . — Τι ηθέλατε να βγάλη . . . σπανάκια; . . . Άλλοι πάλιν έλεγονΠώς δεν έστειλε τίποτε λίρες ακόμη ο Θανάσης; — Μα ας κιτρινίσουν πρώτα η λύρες . . . ακόμη δεν ωρίμασαν.

Έρχεσαι μαζί μου, Θανάση; λέγει ο καπετάν-Γεώργης προς τον πιστόν νεανίαν μετά την διάλυσιν του στρατοπέδου του Αλμυρού και την ματαίαν επιμονήν των περί την Καλαμπάκαν. — Έρχομαι· απήντησεν ο Θανάσης. Και αντί να εισέλθωσιν εις το Ελληνικόν εφάνησαν εις το Πήλιον, τας νύκτας μόνον περιπατούντες διά τον φόβον των τούρκων.

Έλαβον τας κώπας οι λοιποί και απεμακρύνθησαν ολίγον από της παραλίας κατευθυνόμενοι προς βορράν, αθέατοι, υπό τους υψηλούς βράχους, κατά πρώτον γιαλό-γιαλό πλέοντες. Και τότε μόνον ο αρχιληστής, καθησυχάσας, ανεζήτησε τον σάκκον, εν ώ περιείχετο το χρυσίον. Το δισάκκιον εκράτει σφιγκτά ακόμη ο πιστός Θανάσης. Πλην εκπλήσσεται ο αρχιληστής μη ανευρίσκων εντός το χρυσοφόρον δοχείον.

Ο δε Θανάσης εναγκαλισθείς σφιγκτότερον τότε το εμπρόσθιον μέρος της πήρας, ενώ περιείχοντο οι ξηροί άρτοι, νομίζων ότι εβάσταζε το χρυσίον, ώρμησε βιαιότερον προς τα εμπρός, όπως ελευθερωθή από των χειρών, ως εφαντάζετο, των βεβακχευμένων γυναικών.