United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Θανάσης επλησίασε το τσιτσιρίζον τηγάνιον άνω της κεφαλής του ρινοφώνου αρχοντάρη. — Τα κλειδιά! ωρύετο ο αρχιληστής. Είσαι ο οικονόμος! Σε γνωρίζω. Είσαι ο πάτερ-Σισώης ο δάσκαλος, ο κυρ Σωτηράκης. Επειδή πριν καλογερέψη είχε χρηματίσει διδάσκαλος εν τω χωρίω. Εσύ τα έχεις τα κλειδιά.

Δύο άλλοι νεώτεροι με κίτρινον τον πώγωνα εκ λεπτής κόνεως θείου, κρατούντες και τα εκ λευκοσιδήρου θειαφιστήρια· είχον εξέλθει προ μικρού μόλις ετελείωσεν η Ακολουθία, διά να θειαφίσωσι την άμπελον «πριν πάρη το μελτέμι». Ήλθε και ο μάγειρος, ανασφουγκωμένος τας χείρας και κρατών μεγάλην ξυλίνην του μαγειρείου κουτάλαν. Εν όλω πέντε μοναχοί μετά του αρχοντάρη.

Αλλ' ο εμφανισθείς αρχοντάρης, γέρων ρινόφωνος, είπεν ότι ο ηγούμενος απουσιάζει εις το Μετόχιον προ ημερών, αλλ' ότι εν ανάγκη δύνανται να τον καλέσωσι. Και έβλεπε τον μαυριδερόν αξιωματικόν μετά περιεργείας ως να ενόμιζεν ότι κάπου τον ξαναείδεν. — Δεν πειράζει, είπεν ο άγνωστος, ημείς θα φύγωμεν αμέσως, διότι βιαζόμεθα. Και μετά τέχνης απέφευγε τα πονηρά βλέμματα του γέροντος αρχοντάρη.